Όχι, δεν αποφασίσαμε να αλλάξουμε θεματολογία στο site και να στοχεύσουμε σε διαφορετικό αναγνωστικό κοινό. Ούτε είπαμε να τολμήσουμε να επιχειρήσουμε να σταθούμε στο ύψος των ιερών αγελάδων της ελληνικής καλοκαιρινής ανάλαφρης λογοτεχνίας, που τα δημιουργήματα τους εξαπλώνονται σαν ιός κάθε καλοκαίρι και καταλαμβάνουν θέσεις στις πετσέτες θαλάσσης που απλώνονται στα ελληνικά νησιά. Το άρθρο αυτό το όφειλα πρώτα απ’ όλα σε μένα, για να καταγράψω μια ανάμνηση και να την κοινοποιήσω κάνοντας την έτσι από προσωπική, κοινή και έκθετη προς όλους. Ο δεύτερος άνθρωπος στον οποίο όφειλα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και που τώρα η ύπαρξη του The Ball Hog, μου δίνει την ευκαιρία να πραγματοποιήσω, είναι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ προσωπική σχέση με τον αθλητισμό αλλά από τα επτά μου χρόνια με έσπρωχνε προς την άθληση με τρόπο πιεστικό. Εγώ άλλο που δεν ήθελα, οπότε όταν ήρθε η ώρα να διαλέξω το άθλημα με το οποίο θα ασχολούμουν, η επιλογή ήταν κάτι παραπάνω από εύκολη.
Από την άλλη όμως, όσο πιεστικός ήταν με το να ασχοληθώ με τον αθλητισμό, άλλο τόσο απόλυτος ήταν στο να μην μου κάνει το χατίρι να με πάει στο γήπεδο για να παρακολουθήσω από κοντά κάποιο παιχνίδι της αγαπημένης μου ομάδας. Οπότε οι μπασκετικοί μου ήρωες παρέμειναν οι περισσότεροι τηλεοπτικοί για αρκετά χρόνια, μέχρι και την εφηβεία μου, όταν και καμία πόρτα δεν σταματούσε την εξόρμηση μου προς τις κερκίδες. Οπότε μετά από χρόνια συγκρούσεων καταφέραμε να συμβιβαστούμε στη μέση λύση η οποία και ήταν οι εθνικές ομάδες. Από εκεί και πέρα ήταν που ξεκίνησε η ιστορία που θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει τον γλυκανάλατο τίτλο του άρθρου.
Η πρώτη μου φορά, λοιπόν, σε κλειστό για να παρακολουθήσω μεγάλο αγώνα μπάσκετ, ήταν η διοργάνωση του Eurobasket ’95 την οποία είχε αναλάβει η Ελλάδα με την ευκαιρία τότε να εγκαινιάσει το κλειστό του ΟΑΚΑ με ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός. Η Εθνική Ελλάδος είχε ξεκινήσει με δύο ήττες τη φάση των ομίλων, απέναντι στις πανίσχυρες -και μετέπειτα φιναλίστς- Γιουγκοσλαβία και Λιθουανία. Το παιχνίδι με τους Γιουγκοσλάβους κρίθηκε στην παράταση, με την Εθνική να έχει αρκετά παράπονα από τη διαιτησία, κάτι που δημιούργησε αρνητική προδιάθεση για τα επόμενα παιχνίδια με αντιπάλους τους Πλάβι. Ναι, μιλάω για εκείνον τον καταραμένο ημιτελικό που οδήγησε στις σκηνές απείρου κάλους στον τελικό μεταξύ Λιθουανίας- Γιουγκοσλαβίας. Η Γιουγκοσλαβία είχε στο roster της ονόματα όπως Bodiroga, Danilovic, S.Obradovic, Paspalj, A.Djordjevic, Rebraca, Vidac και Zoran Savic. Η Λιθουανία από την άλλη είχε στο roster της τους Stombergas, Kurtinaitis, Karnisovas, Marciulionis, Einikis και φυσικά τον -από κάθε άποψη- τεράστιο Arvydas Sabonis. Οπότε το ξεκίνημα με τις δύο ήττες δεν ήταν δα και καταστροφικό.
Η συνέχεια μόνο εύκολη δεν φάνταζε απέναντι στην Ιταλία αρχικά, των Coldebella, Gentile, Pittis, Esposito και Fucka, και την Γερμανία αργότερα των Koch και Welp. Η Εθνική Ελλάδος έκανε δύο αγχωτικές νίκες με αυτούς τους δύο αντιπάλους και άλλες δύο άνετες επί των υποδεέστερων Σουηδία και Ισραήλ, καταφέρνοντας έτσι να κερδίσει την πρόκριση στην 8αδα ως 3η καλύτερη ομάδα του ομίλου. Εκεί θα έβρισκε απέναντι της την Ισπανία.
Αυτό λοιπόν έμελλε να ήταν και το παιχνίδι που θα έπειθα τον πατέρα μου να με πάει να παρακολουθήσουμε από κοντά. Έλα όμως που τότε δεν υπήρχε η τηλεφωνική ή διαδικτυακή αγορά, οπότε ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσεις την παρουσία σου σε ένα τόσο σημαντικό παιχνίδι, ήταν οι ατελείωτες ώρες αναμονής σε ουρές εκδοτηρίων. Και μάλιστα καλοκαιριάτικα. Και πάντα με κίνδυνο να μη βρεις στο τέλος εισιτήριο. Αυτή η λύση όχι μόνο δεν άρεσε καθόλου στον πατέρα μου, αλλά μου είπε να ξεχάσω κιόλας την προοπτική του να κατέβει αξημέρωτα, μέσα καλοκαιριού από τη Βάρκιζα, όπου και παραθερίζαμε1)ναι, τότε ακόμα η Βάρκιζα ήταν μέρος για διακοπές και όχι προέκταση της Αθήνας στο ΟΑΚΑ, για να σταθεί για ώρες σε μία ουρά. Αφού λοιπόν είχε σχεδόν μηδαμινές εμπειρίες από γήπεδα, είχε την καταπληκτική ιδέα να πάμε απ’ έξω δύο ώρες πριν την έναρξη του παιχνιδιού και κάπως θα μπαίναμε μέσα.
Με το κασκόλ, το οποίο το έχω ακόμα, δεμένο στον καρπό του αριστερού χεριού μου από το σπίτι μπαίνουμε στο αμάξι για το ΟΑΚΑ. Αρκετές βόλτες μέχρι να βρούμε κάπου να παρκάρουμε στο νεόκτιστο τότε ΟΑΚΑ, το οποίο όμως ήδη είχε αρχίσει να γεμίζει και κανείς δεν ήξερε τί θα γίνει. Η αναμονή του κόσμου για αυτό το παιχνίδι ήταν μεγάλη, όχι μόνο επειδή είχαμε από το ’89 να πετύχουμε κάποια διάκριση σε εθνικό επίπεδο, ούτε τόσο επειδή η διοργάνωση διεξαγόταν στη χώρα μας. Ο βασικότερος λόγος ήταν πως αυτή η διοργάνωση θα αποτελούσε την τελευταία παράσταση για μερικούς εκ των μεγαλύτερων παικτών που έπαιξαν μπάσκετ σε αυτή τη χώρα και με νίκη της θα εξασφάλιζε την πρόκριση για πρώτη φορά στην ιστορία της, σε τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνω, στην Ατλάντα την επόμενη χρονιά. Ναι μεν η φυγή του Νίκου Γκάλη από την Εθνική είχε αποτελέσει ένα μεγάλο πλήγμα, αλλά στο roster της ομάδας στο Eurobasket ’95 υπήρχαν ονόματα όπως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας παίκτης όλων των εποχών, Παναγιώτης Γιαννάκης, ο καλύτερος Έλληνας ψηλός όλων των εποχών, Παναγιώτης Φασούλας, και ένας από τους πληρέστερους παίκτες που έχουν πατήσει παρκέ στην από’ δω πλευρά του Ατλαντικού, ο Φάνης Χριστοδούλου.
Κάπως έτσι λοιπόν βρεθήκαμε να κόβουμε βόλτες στον περίβολο του ΟΑΚΑ, με τον πατέρα μου να προσπαθεί να σκαρφιστεί καμιά ιστορία στους αστυνομικούς κάποια θύρας μήπως και μπούμε χωρίς εισιτήριο, αφού έτσι και αλλιώς αυτά είχαν εξαντληθεί από νωρίς το πρωί. Τις ιστορίες ακολούθησαν τα παρακαλετά, αλλά και αυτό δεν μας οδήγησε κάπου, παρά μόνο στο να συνεχίσουμε τις βόλτες γύρω από το στάδιο. Η ανυπομονησία, σε συνδυασμό με την διαφαινόμενη απογοήτευση και όλα αυτά κάτω από την εκρηκτική επικάλυψη του νεαρού της ηλικίας μου, με είχαν κάνει ανυπόφορο και οδηγούσαν τον πατέρα μου με μαθηματική ακρίβεια στην παραίτηση και στην άδοξη επιστροφή στο εξοχικό, ώστε να προλάβουμε να το δούμε έστω από την τηλεόραση.
Ο καθένας/μία έχει το δικαίωμα να αποδίδει την συγκυρία όπου αυτός/η θέλει. Άλλος/η στην τύχη, άλλος/η στο Θεό (σε όποιον Θεό), άλλος/η σε κάποια ανώτερη μυστηριακή δύναμη, άλλος/η στο Σύμπαν του Κοέλιο, άλλος/η στον Γκάλη. Εγώ το γεγονός πως τελικά μπήκα στο κλειστό και παρακολούθησα το παιχνίδι, θα μου επιτρέψετε να το αποδώσω στις καλές διαπροσωπικές σχέσεις του πατέρα μου με τους σπουδαστές του. Γιατί εκεί που βρισκόμασταν ένα βήμα από την παραίτηση και ένα βήμα από την είσοδο του προσωπικού του γηπέδου, ακούσαμε μια γυναικεία φωνή να φωνάζει τον πατέρα μου προσφωνώντας τον “κύριο Καθηγητή”. Ήταν μία από τις εκατοντάδες σπουδάστριες του πατέρα μου στο ΤΕΙ Πειραιά, όπου και δίδασκε Λογιστική, και τον φώναξε για να τον χαιρετήσει. Ο πατέρας μου βρήκε την ευκαιρία να της εξηγήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και αυτή με όλη της την καλή διάθεση μας είπε πως δεν υπάρχει πρόβλημα και πως θα μπαίναμε μαζί της αφού στο συγκεκριμένο παιχνίδι, όπως και σε άλλα του τουρνουά, θα δούλευε στη Γραμματεία. Αυτό ήταν λοιπόν, θα κατάφερνα όχι μόνο να βρεθώ επιτελούς σε ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ για να παρακολουθήσω ένα μεγάλο παιχνίδι.
Η χαρά μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη χαρά που παίρνει ένα μικρό παιδί όταν ένα όνειρο του, ακόμα και το πιο μικρό και ασήμαντο, γίνεται πραγματικότητα. Από το παιχνίδι μπορώ και θυμάμαι μόνο την εκπληκτική ατμόσφαιρα και την ένταση που βγάζει ένας τέτοιος αγώνας. Ξεκάθαρα θυμάμαι όμως και τον Φάνη Χριστοδούλου να πραγματοποιεί ένα σπουδαίο παιχνίδι, και μαζί με τους Οικονόμου και Φασούλα, να οδηγούν την ομάδα στις τέσσερις καλύτερες της διοργάνωσης με μια νίκη που κρίθηκε στο τέλος και μετά από ένα κλειστό και κακό ποιοτικά παιχνίδι. Οι Laso και Γιαννάκης είχαν εξουδετερώσει επιθετικά ο ένας τον άλλο, οι δύο ομάδες ήταν αρκετά άστοχες και το παιχνίδι τελικά κρίθηκε στις λεπτομέρειες και χάρη στην εμφάνιση του Φάνη Χριστοδούλου που τελείωσε το παιχνίδι με 17 πόντους, με 5/7 τρίποντα, 10 rebounds, 6 assists και 4 κλεψίματα. Από κοντά οι Παναγιώτης Φασούλας με 20 πόντους και 10 rebounds και ο Νίκος Οικονόμου με 16 πόντους. Για τους Ισπανούς, που είχαν ένα ισχυρό σύνολο, ξεχώρισαν Reyes, Herreros και Martinez. Στο γυρισμό για το εξοχικό είπα να δοκιμάσω για ακόμα μια φορά, αυτή τη φορά λόγω υπερβολικής χαράς, την υπομονή του πατέρα μου απαιτώντας να διασχίσουμε όλη τη διαδρομή με πατημένη κόρνα. Μου έκανε τη χάρη για λίγο, όντας χαρούμενος και αυτός, αλλά μετά προσπαθούσε να μου εξηγήσει το φαινόμενο της καμένης κόρνας. Με το που φτάσαμε το πρώτο πράγμα που έτρεξα να κάνω ήταν να βρω τον αδερφικό μου φίλο, που δούλευε στο απέναντι θερινό σινεμά, όχι τόσο για να του διηγηθώ τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια αλλά για να εκστομίσω επιτέλους και εγώ μία από τις πιο ουσιαστικές φράσεις που αφορούν τον αθλητισμό. Τη φράση: «Ήμουν και εγώ εκεί!!».
Petros Kaounis
Latest posts by Petros Kaounis (see all)
- The Ball Hog’s 2018-19 NBA Previews: Milwaukee Bucks - October 1, 2018
- The Ball Hog’s 2018-19 NBA Previews: Los Angeles Clippers - September 25, 2018
- Στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα: Οι χειρότερες επιλογές σε All Star Game - February 16, 2018
- Players to Watch: Euroleague 2017-18 - October 15, 2017
- The Ball Hog’s 2017-18 NBA Previews: New Orleans Pelicans - September 29, 2017
↑1 | ναι, τότε ακόμα η Βάρκιζα ήταν μέρος για διακοπές και όχι προέκταση της Αθήνας |
---|
Αχ ρε φιλε ωραια τα λες και τι μου θυμισες! Μιας και δεν εχει σχολιασει κανενας να σου πω τι τραβηξα εγω. Εμεις ειχαμε εισιτηρια αλλα ο πατερας μου με ειχε πρηξει να φυγουμε πριν τελειωσει το παιχνιδι και γινει ο χαμος. Ειχαμε αφησει λοιπον το αυτοκινητο στην Κηφισια και ναι φυγαμε πριν τελειωσει το ματς, σκοτωθηκαμε να τρεχουμε στον σταθμο στην Ειρηνη και εγω απο υπερβαλλον ζηλο μπηκα στο τρενο τρεχοντας το οποιο δεν προλαβε ο πατερας μου για να διαπιστωσω οτι μετα απο 500 μετρα το παρκαρε ο οδηγος ο οποιος με εβγαλε απο το βαγονι μεσα στην ερημια. Αλλα ενταξει μπορω να πω κι εγω την σημαντικη φραση στον αθλητισμο:”ημουν κι εγω εκει”. Οχι μεχρι το τελος, αλλα ημουν…