Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο Τεύχος #4 του εβδομαδιαίου περιοδικού M2M (Man to Man) που κυκλοφορεί κάθε Τρίτη μαζί με την εφημερίδα Live Sport.
Τα όρια μεταξύ της επιτυχίας και της αποτυχίας μίας ομάδας μπορεί να είναι δυσδιάκριτα. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, το τελικό πρόσημο των προσπαθειών του συνόλου εξαρτάται από ένα απλό γρανάζι της μηχανής και το τελικό αποτέλεσμα της πιο καλοστημένης παράστασης βρίσκεται στα χέρια ενός κομπάρσου, εκείνου που βρίσκεται μακριά από τα φώτα των προβολέων. “X-factor”, “άνθρωπος-κλειδί”, “μουντζούρης”. Τα ονόματα είναι πολλά, αλλά σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας παίκτης, δίχως την αθόρυβη παρουσία του οποίου το οικοδόμημα μπορεί να καταρρεύσει. Στο Ball Hog ξεδιαλύναμε αυτούς τους ρολίστες, επιλέξαμε τους πιο κρίσιμους κατ’εμάς και σας τους παρουσιάζουμε.
Avery Bradley (Boston Celtics)
Κάθε ψυχοπαθής που δηλώνει πως θέλει να αρπάξει το βραβείο του “Αμυντικού της Χρονιάς” από τις τανάλιες του Kawhi Leonard, αξίζει την προσοχή μας. Το pitbull του Brad Stevens προέρχεται από δύο συνεχόμενες σεζόν που δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα τραυματισμών που τον συνόδευαν τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, έπαιξε τη γνωστή του ασφυκτική άμυνα, ενώ παράλληλα σταθεροποίησε το σουτ του έξω από τη γραμμή του τριπόντου, και εκπαιδεύτηκε σαν secondary playmaker όποτε χρειάστηκε. Ο Danny Ainge δεν έδειξε ιδιαίτερη θέρμη να ανανεώσει τον Evan Turner, τον άνθρωπο που επί διετία μπάλωνε κάθε τρύπα στο backcourt των Celtics, γιατί περιμένει από τον Bradley να αποτινάξει από πάνω του το μανδύα του ρολίστα και να γίνει κάτι παραπάνω από τον χειρότερο εφιάλτη των αντίπαλων guards.
Η αποχώρηση, λοιπόν, του Turner δεν είναι μόνο ευκαιρία του Terry Rozier να αποδείξει τις δυνατότητές του, αλλά κυρίως ψήφος εμπιστοσύνης στον Bradley και την εξέλιξή του. Πλέον είναι ο αδιαμφισβήτητος #2 στην περιφέρεια των “Κελτών”, και αναμένεται να αναλάβει μεγαλύτερο φορτίο ως secondary playmaker, skills τα οποία προσπαθεί να ακονίσει χρόνια τώρα, ξεκλειδώνοντας επιλογές και πεντάδες στον Stevens. Το να μπορεί ο Avery να σκοράρει και να δημιουργεί με την ίδια ευχέρεια ουσιαστικά είναι το εισιτήριο για περισσότερα λεπτά και στον “Marcus the Dog”, τον Marcus Smart, που θα μπορεί να μπαίνει λυσσασμένος με το βλέμμα κατευθείαν στην καρωτίδα των αντιπάλων, συνθέτοντας ένα backcourt έναντι του οποίου θα πρέπει να ζητήσουν ασφαλιστικά μέτρα οι υπόλοιποι περιφερειακοί αστέρες της λίγκας.
Stanley Johnson (Detroit Pistons)
Aπό τους λίγους παίχτες στο ρόστερ του Detroit που θα έκανε τους “Βad Βoys” να δακρύσουν συγκινημένοι. Σκληροτράχηλος αμυντικός καταρχάς, ο Johnson πέρυσι έδειξε πως είναι ο άνθρωπος του Stan Van Gundy για τις δύσκολες αγγαρείες και έφθασε στο σημείο να κληθεί να μαρκάρει τον LeBron, σε μια υπόκωφα σκληρή σειρά στα playoffs του 2016. Kαι ο μικρός όχι απλά ανταποκρίθηκε, αλλά τα πήγε θαυμάσια τηρουμένων των αναλογιών. Ωστόσο, αν θέλει να έχει μια τακτικότερη παρουσία στο παρκέ, θα πρέπει να δείξει και την αντίστοιχη βελτίωση στο επιθετικό του παιχνίδι. Το θετικό για τον ίδιο είναι, πως λόγω της εξαιρετικής αμυντικής του ικανότητας, ο Van Gundy σκέφτεται να τον ξεκινάει βασικό, και να έρχεται από τον πάγκο ο Tobias Harris. Για να κρατήσει τη θέση αυτή, θα πρέπει οπωσδήποτε να βελτιώσει ακόμα λίγο τα ποσοστά του από το τρίποντο, καθώς το 30,7% είναι μια βάση για έναν rookie, αλλά κάθε άλλο παρά ιδανικό για τα πρότυπα ενός 3&D παίχτη. Για ομάδα του Van Gundy συζητάμε άλλωστε, που ζει και πεθαίνει από τα περιφερειακά σουτ. Πιο συγκεκριμένα, πέρυσι έδειξε αποτελεσματικότητα κοντά στο καλάθι, ενώ ήταν εξαιρετικός από την κορυφή του τριπόντου. Τις υπόλοιπες θέσεις, ας τις αφήσουμε.
Σε μία ομάδα που το πρόβλημα της είναι πως οι δύο βασικοί της forwards, oι Harris και Morris, δεν μπορούν να μαρκάρουν ούτε τριάρια, μήτε τεσσάρια, ο Stanley, που σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συνομήλικους τους μοιάζει με άνδρα ανάμεσα σε παιδάκια, αποτελεί τον παίκτη που μπορεί να ανεβάσει αυτούς τους Pistons στα ύψη των ομάδων του παρελθόντος και η κορμοστάσια του μαζί με τον τσαμπουκά του τον κάνουν ιδανικό για αυτό που αποκαλείται “playoff basketball”.
Jeremy Lamb (Charlotte Hornets)
Η ικανότητά του στο σκοράρισμα είναι γνωστή. Είχε χτίσει όνομα σαν σκόρερ, και πριν συμπληρώσει τα 19 του χρόνια, ήταν ήδη πρωταθλητής στο NCAA με αξεπέραστες (και για τον ίδιο δυστυχώς ως τώρα) επιδόσεις από το τρίποντο στο τελικό τουρνουά, και μοναδικός διασωθείς της ομάδας U-19 των Αμερικάνων στο Παγκόσμιο του 2011. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αμυντική του ασυνέπεια, καθώς ο Lamb συνηθίζει να υπνοβατεί και οι προσπάθειες του να ρεφάρει με κάποιο κλέψιμο τον βγάζουν συχνά εκτός θέσης, που τον υποβίβασε στον πάγκο πέρυσι, μιας και ο προπονητής του, Steve Clifford, είχε πολλά παράπονα. Τι θα συμβεί φέτος; Όλα δείχνουν πως ο Lamb θα ξεκινήσει την σεζόν από την second unit, σε μια προσπάθεια του Clifford να τον κρατήσει σε εγρήγορση. Αυτό μέχρι στιγμής έχει αποτέλεσμα, καθώς στην pre-season ο Lamb έχει αναλάβει τον ρόλο του έκτου παίκτη που χήρεψε με τη φυγή του Lin.
Στην πραγματικότητα, ο Lamb έχει φέτος την χρυσή ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει την καριέρα του, μετατρέποντας τον εαυτό του σε ένα πολυεργαλείο για όλες τις δουλειές, τόσο στην επίθεση, όσο και στην άμυνα. Ο Clifford -μάλλον- επιδίδεται στο καψώνι του πάγκου πάνω στον Lamb γιατί ξέρει πως με τα σωματικά του προσόντα, συνδυαστικά και δίπλα στα αντίστοιχα του Michael Kidd-Gilchrist, οι Hornets θα έχουν στην πεντάδα τους δύο παίχτες που είναι ικανοί να αλλάξουν την ροή ενός παιχνιδιού. Θεωρητικά, ο Lamb αλληλοσυμπληρώνεται με τον Marco Belinelli, καθώς ο δεύτερος αποτελεί έναν εκ των κλασικών σουτέρ της λίγκας, ενώ ο Lamb είναι εξαιρετικός στα τελειώματα κοντά στο καλάθι. Στα μεγάλα κέφια, ο Clifford θα τους ρίχνει και τους δύο στο παρκέ, ώστε να διαθέτει διπλή απειλή προς το αντίπαλο καλάθι. Κι επειδή σε αυτό το σενάριο, η ερώτηση είναι “και ποιος θα παίξει άμυνα ρε παιδιά” η απάντηση -θα πρέπει να- είναι: Ο Lamb.
Raymond Felton (Los Angeles Clippers)
Ο βασικός λόγος που μπαίνει εδώ ο βετεράνος point guard είναι γιατί πρώτα απ’όλα πρέπει να μπει ένα τέλος στον νεποτισμό. Kαι μπορεί ο γιος του Doc, Austin να βρίσκεται πίσω από τον Chris Paul στο rotation, αλλά o 32χρονος βετεράνος καραδοκεί. Σε ένα ομολογουμένως γεμάτο ρόστερ, ο Felton δεν έχει το άγχος του βασικού, όπως για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη, κάτι που στην ουσία ίσως λειτουργήσει ευεργετικά για τον ίδιο. Στην preseason τα έχει πάει περίφημα γενικώς στον ρόλο του οργανωτή, ενώ στην περίπτωση που βρήκε περισσότερους χώρους, όπως απέναντι στους Raptors, βοήθησε και στο σκοράρισμα. Στο πρόσωπό του οι Clippers βρίσκουν oυσιαστικά μια αξιόπιστη και φθηνή λύση στα αναπληρωματικά point guards που μπορεί να κοντρολάρει τον ρυθμό της ομάδας του και να δώσει εύκολα καλάθια στους συμπαίκτες του.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως παρά την κατιούσα που έχει πάρει η καριέρα του, πέρσι έκανε μία πάρα πολύ μεστή χρονιά στους Mavericks, ενώ διαχρονικά ήταν εξαιρετικός πασέρ, έχοντας έξι assists μέσο όρο καριέρας. Γενικώς, το κλίμα που υπάρχει στο Los Angeles αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για τον έμπειρο guard να αποτινάξει οριστικά το κακό όνομα που είχε αποκτήσει με τις μέτριες -ως κακές- σεζόν που είχε μέχρι πέρσι και να ξεκινήσει στα 32 του να υπολογίζεται και πάλι ως μια σοβαρή εναλλακτική λύση στην backcourt, βοηθώντας ουσιαστικά την ομάδα των Clips, η οποία θα μπορεί να είναι ήσυχη για όσο ο Paul θα παίρνει ανάσες στον πάγκο.
Solomon Hill (New Orleans Pelicans)
Ο Solomon Hill θα πάρει περίπου $ 12 εκατ. για να παίξει μπάσκετ την επόμενη σεζόν. Αφού συνέλθουμε από το σοκ, και τώρα που βγάλαμε από το σύστημά μας τον παραλογισμό του γεγονότος, ας δούμε σε τι προσβλέπει ο Dell Demps δίνοντας του “γη και ύδωρ” για να εξασφαλίσει την υπογραφή του το καλοκαίρι. Εκ πρώτης όψεως έχουμε να κάνουμε με έναν δίμετρο SF, ο οποίος πρόπερσι σε 82 συμμετοχές δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 40% FG, και πέρσι “έγραψε” 4,2 πόντους και 2,8 rebounds ανά αγώνα, την ώρα που σε μια τριετία στη λίγκα δεν έχει πιάσει καν το 33% στα τρίποντα. Παράλληλα βρίσκεται σε μια ηλικία (25) που δύσκολα θα επαναπροσδιορίσει ριζικά τον εαυτό του.
Ωστόσο οι Pelicans είναι μια ομάδα με τεράστιες τρύπες παντού, η μεγαλύτερη εκ των οποίων είναι η αραχνοΰφαντη άμυνά τους, σχεδόν σε κάθε θέση. Ο Solomon Hill προσφέρει την ευελιξία, με τη δυνατότητά του να παίξει λυσσώδη, μέσα στη φανέλα του αντιπάλου άμυνα από το “1” έως το “4”, τόσο στην περιφέρεια και τις αλλαγές, όσο και στο post απέναντι σε ελαφριά τεσσάρια. Το αμυντικό του footwork και η δυνατότητα να καθρεφτίζει τις κινήσεις του προσωπικού του αντιπάλου και να εφορμά για κλεψίματα, δίχως να συμβιβάζει τη θέση του, θυμίζει λίγο Kawhi Leonard με λιγότερα σωματικά προσόντα, και το καμάρι του στις επιτυχείς αμυντικές κατοχές Bruce Bowen. “Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα”, και ο Alvin Gentry ευελπιστεί πως μπορεί να χτίσει μια αξιοπρεπή άμυνα γύρω – και – από τον Solomon Hill και την προσαρμοστικότητά του, κρύβοντας παράλληλα τους κακούς αμυντικούς παίκτες του και δίνοντας τις δύσκολες αποστολές στον Σολομώντα. Αν μπορέσει να πετυχεί και πάνω από τον μέσο όρο της λίγκας έξω από τα 7,25, το συμβόλαιό του μπορεί να μην μοιάζει με ανέκδοτο του χρόνου τέτοιον καιρό. Bonus στατιστικό; Οι Pelicans βρέθηκαν 25οι σε ποσοστό αντιπάλου από τα 7,25. Ο Solomon Hill κρατούσε τους αντιπάλους του σε 10% χειρότερο ποσοστό από τον μέσο όρο τους στα τρίποντα, τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα σε παίκτες με αξιόλογο δείγμα γραφής.
Evan Turner (Portland Trail Blazers)
Ο Brad Stevens βρήκε τον τρόπο να ξεκλειδώσει το αινιγματικό παιχνίδι του Evan Turner, που -πριν γνωρίσει τον προβατόμορφο λύκο- έμοιαζε καταδικασμένος να κουβαλάει τη ρετσινιά του bust που επελέγη στο #2 του draft του 2010. Ο Stevens αγκάλιασε το ανορθόδοξο ταλέντο του Turner, βάζοντάς τον να κάνει όλα αυτά τα πράγματα που κάνει σε βαθμό άνω του μετρίου, χωρίς την πίεση της πρώτης επιλογής σε κανένα από αυτά. Πέρσι ήταν ο playmaker όποτε από την πεντάδα των Celtics έλειπε η βραχύσωμη ιδιοφυΐα του Isaiah Thomas, ελαφραίνοντας τα οργανωτικά βάρη που αλλιώς θα έπεφταν σε Bradley και Smart. Ο ΕΤ έκανε ό,τι χρειαζόταν σαν δημιουργός, λειτουργώντας παράλληλα και ως βαλβίδα ασφαλείας εκτελεστικά στις επιθέσεις που στράβωναν, με την ύπουλη ντρίμπλα του, που φαίνεται όσο χαλαρή και επιτηδευμένα εύθραυστη χρειάζεται για να υπνωτίσει τον αμυντικό εκτός πρέπουσας θέσης και να κερδίσει τον χώρο που δεν του επιτρέπει η average εκρηκτικότητά του. Ταυτόχρονα, ένα απρόβλεπτο ρεπερτόριο κινήσεων σε διάφορες ταχύτητες, και με ευρηματικό footwork, τον καθιστούν βιώσιμη επιλογή και πιο κοντά στο καλάθι, παρότι δεν διαθέτει top finishing ability, ενώ τα turnaround jumpers του είναι από τις αφανείς όμορφες κινήσεις αυτής της λίγκας (παρέα με τα καρφώματα του Henderson, που είναι μια άλλη ιστορία). Στο Portland, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει ριγμένος από πλευράς χρόνου συμμετοχής και ρόλου, αλλά μην σας ξεγελά η παρουσία των Lillard και McCollum, o “Social Media MVP” πέραν από εγγύηση σε περίπτωση θραύσης ενός από τα πολύτιμα starting guards του Portland, είναι το τέλειο γρανάζι για να τους διατηρεί φρέσκους ενόψει playoffs, δεδομένου του επιθετικού βάρους που αναλαμβάνουν. Η δυνατότητά του να κάνει παιχνίδι, παίζοντας σε οποιαδήποτε θέση από το “1” έως το “3”, δίνει την ευχέρεια στον Stotts να δοκιμάσει τους δύο stars του σε πιο ξεκούραστους ρόλους, μακριά από την μπάλα κατά καιρούς, αλλά και να τον χρησιμοποιεί δίπλα τους, με έναν συνδυασμό Aminu – Leonard – Plumlee στο “4”-“5” για late game πεντάδες που χρειάζονται σκορ.