Κοιτάζοντας το συνεκτικό αφιέρωμα μας για τον Bill Russell, εξήντα χρόνια από τότε που συστήθηκε στον επαγγελματικό αθλητισμό των ΗΠΑ, νιώσαμε πως θα μπορούσαμε να γράψουμε ακόμα περισσότερα. Την ίδια στιγμή, χαζεύοντας την παρουσία του Russell στην τελετή ένταξης του Shaquille O’ Neal στο Hall of Fame είδαμε τον πολυνίκη θρύλο του ΝΒΑ να μοιάζει πιο βαρύς από ποτέ από τα χρόνια και είπαμε πως πρέπει να γράψουμε ακόμα περισσότερα. Και τελικά, όντως έτσι πράξαμε!
Intro
Ο Michael Jordan θεωρείται champion: πρωταγωνίστησε σε δύο three-peat σε μια περίοδο όπου πολλοί ισχυρίζονται πως θα μπορούσε να κατακτήσει ακόμα και οκτώ σερί πρωταθλήματα, ενώ ήταν ήδη ο καλύτερος παίκτης του ΝΒΑ για τουλάχιστον μια τριετία πριν το πρώτο του δαχτυλίδι.
Ο Kareem Abdul Jabbar θεωρείται champion: αμέσως με την είσοδο του στο ΝΒΑ, άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων άρδην, κατέκτησε έξι πρωταθλήματα σε μια εντυπωσιακά σταθερή πορεία 21 ετών, όπου κατέκτησε ένα MVP στα 24 του και το δεύτερο στα 38 του! Με 14 χρόνια διαφορά!
Οι Tim Duncan και Kobe Bryant θεωρούνται champions: επί δύο δεκαετίες με τη φανέλα των ομάδων τους, υπήρξαν πραγματικά κυρίαρχοι σε εποχές “τεράτων”, όντας σημεία αναφοράς στο crunch time και, είτε εμπνέοντας αυταπάρνηση, είτε αναβλύζοντας εγωισμό, πραγματικοί ηγέτες.
Ο “Big Shot Bob” Horry θεωρείται champion: πάντα ρολίστας, είναι ο λιγότερο σπουδαίος με τα περισσότερα πρωταθλήματα, αφού, παρότι πιθανόν να μην μπει ποτέ στο Hall of Fame, καθόριζε σχεδόν πάντα με μερικά σουτ του ολόκληρες σειρές Τελικών.
O Shaquille O’ Neal θεωρείται champion: κυρίαρχος και αδάμαστος από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στα επαγγελματικά παρκέ, ήταν ο απόλυτος intimidator, που καθόρισε τρεις φορές τις ισορροπίες στο ΝΒΑ.
Οι Larry Bird και Magic Johnson θεωρούνται champions: στραγγάλισαν με την κόντρα τους μια σπουδαία γραμμή swingmen της δεκαετίας του ’80 και παρέδωσαν την σκυτάλη μόνο όταν τους πρόδωσε ο ίδιος τους ο οργανισμός.
Οι “Bad Boys” Pistons θεωρούνται champions: ξεκινώντας ως “underdogs”, προσέγγισαν το παιχνίδι με έναν αντισυμβατικό τρόπο, όπου κάθε πράξη, είτε ερμηνευόταν ως αυτοθυσία, είτε ως “βρωμιά”, διακατεχόταν από ένα τεράστιο κίνητρο να βουλώσουν το στόμα όλου του υπόλοιπου κόσμου.
Οι “Red” Auerbach και Phil Jackson θεωρούνται champions: φτιάχνοντας τρεις τεράστιες, εμβληματικές δυναστείες, τους Celtics των ’60s, o πρώτος, τους Bulls των ’90s και τους Lakers των ’00s o δεύτερος, κατέκτησαν 11 πρωταθλήματα έκαστος ως προπονητές και άλλαξαν τη φιλοσοφία του παιχνιδιού, με την εμβέλεια της προσωπικότητας τους να εκτείνεται από τις καρδιές και τα μυαλά των πιο δύστροπων superstars τους, μέχρι και τα front office των αντίπαλων franchises.
Φυσικά, champion θεωρείται ήδη ο LeBron James: κατάφερε να βρει μια λειτουργική, νηφάλια και φαινομενικά ανιδιοτελή ισορροπία ανάμεσα στην ψύχωση του να γίνει ο GOAT και στην άριστη χρήση των αγωνιστικών του χαρισμάτων, επικρατώντας σχεδόν μόνος του ακόμα και απέναντι στην “καλύτερη ομάδα όλων των εποχών” (εντός ή εκτός εισαγωγικών).
Κι όμως.
Ο LeBron James, όπως και οι περισσότεροι από τους προηγούμενους και καθένας από τους επόμενους, θα παραλάβει το Larry O’Brien trophy από τα χέρια του Bill Russell. Διότι, όπως η Ολυμπιακή Φλόγα δίνεται ως σκυτάλη για τον νέο προορισμό της από την Αρχαία Ολυμπία, έτσι και το Πρωτάθλημα του ΝΒΑ κάθε φορά καταλήγει στην αγκαλιά του νέου του κατόχου από τα χέρια του απόλυτου, του πιο ανυπέρβλητου, champion. Ο οποίος, σε μια ειρωνεία της τύχης, έχει δανείσει το όνομα του όχι στο τρόπαιο του ΝΒΑ, αλλά στο τρόπαιο για τις σπουδαιότερες ατομικές επιδόσεις σε Τελικούς: το Bill Russell Finals’ MVP, όπως ονομάστηκε το 2009 από τον David Stern, 40 χρόνια μετά την απόσυρση του.
Όμως, ο Bill Russell κατέκτησε 11 δαχτυλίδια, σε 12 Τελικούς σε 13 χρόνια καριέρας στο ΝΒΑ και ακριβώς πιο πριν back2back κολεγιακούς τίτλους με το San Francisco και χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στους Αγώνες της Μελβούρνης, καθώς και πέντε MVPs, αλλά ούτε ένα Finals’ MVP. Όχι μόνο γιατί καθιερώθηκε για πρώτη φορά την τελευταία σεζόν που αγωνίστηκε (και το κατέκτησε ο Jerry West, ο πρώτος και μοναδικός MVP που αγωνίστηκε στη φιναλίστ ομάδα των Tελικών κι όχι στους Πρωταθλητές), αλλά γιατί είναι δύσκολο να ταυτίσεις τον Russell με ατομικά επιτεύγματα.
Russell vs Chamberlain
Η αλήθεια είναι πως, πέρα από γνωστά κλισέ και χαριτολογίες, μεγάλο μέρος του μεγαλείου του Russell προέκυψε από την συστηματική και μεθοδική επικράτηση του απέναντι στον τεράστιο Wilt Chamberlain. Με τους γνωστούς δημοσιογραφικούς όρους, ο μεν, ψυχαναγκαστικός όντας, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας superteam που ήξερε να κερδίζει, παρά τις συγκεκριμένες και περιορισμένες αγωνιστικές του δεξιότητες, ενώ ο δε, καταραμένος για το θεόσταλτο ατομικό ταλέντο του, βρέθηκε να παλεύει μόνος του -και πάντα cool- με τα θηρία.
Φυσικά, αν κάποιος κοιτάξει προς τα πίσω χωρίς μυωπία θα δει πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ο βέρος Βοστoνέζος Bill Simmons αναλύει με την γνωστή εξοντωτική του αναλυτικότητα το ζήτημα “Wilt vs Bill” και τους μύθους γύρω από αυτούς. Χωρίς να γινόμαστε πολύ εκτενείς:
- Στο επιχείρημα “Ο Wilt είχε χειρότερους συμπαίκτες”, ο Simmons απαντάει αφ’ ενός, πως όσοι πέρασαν από τους Celtics στα 13 χρόνια κυριαρχίας τους δεν σημαίνει πως συνυπήρχαν όλοι με όλους, άρα ουσιαστικά μετά την απόσυρση Cousy, η Βοστώνη δεν είναι ανίκητη “στα χαρτιά”, και αφ’ ετέρου, σε μια λίγκα με οκτώ ομάδες και σε μια περίοδο τεράστιου ταλέντου, ο Chamberlain αγωνίστηκε κατά καιρούς σε Warriors, 76ers, Lakers μαζί με τους Paul Arizin, Billy Cunningham, Nate Thurmond, Dolph Schayes, Jerry West, Elgin Baylor, Gail Goodrich, Hal Greer, Neil Johnston, Tom Gola, Guy Rodgers, Tom Meschery, Chet Walker, Larry Costello, ενώ το ΝΒΑ λυμαίνονταν και άλλες ισχυρές ομάδες, όπως οι St. Louis Hawks, των Bob Pettit, Cliff Hagan, Ed Macauley, Slater Martin, Lenny Wilkens, οι Cincinatti Royals, των Oscar Robertson, Jerry Lucas, Jack Twynman, Wayne Embry, και οι New York Knicks, των Willis Reed, Walt Bellamy, Walt Frazier, Dave DeBusschere, Bill Bradley, Cazzie Russell.
- Στο ζήτημα “O Russell δεν ήταν καλός επιθετικά”, ο Simmons απαντάει πως ο Russell, παρότι μπορούσε, προτιμούσε να μην σκοράρει, αλλά να είναι εξαιρετικός στο δημιουργικό κομμάτι της επίθεσης, άλλοτε ξεκινώντας αιφνιδιασμούς με τα κοψίματα του και άλλοτε μοιράζοντας ο ίδιος assists, τελειώνοντας με μέσο όρο 4,3 από δαύτες την καριέρα του.
- Στο ζήτημα “Ο Chamberlain σάρωνε τον Russell στα στατιστικά“, o Simmons διακρίνει τις στατιστικές επιδόσεις του “Wilt the Stilt” σε αυτές της κανονικής περιόδου και αυτές των playoffs, καταλήγοντας στο ότι η σύγκριση δεν είναι τόσο άνιση στην postseason όπου ο μεν Chamberlain είχε: 22,5 ppg/24,5 rpg/4,2 apg και ο Russell: 16,2 ppg/24,9 rpg/4,7 apg. Υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τα ρεκόρ νικών – ηττών σε playoffs, Τελικούς, “έβδομους αγώνες”, elimination games και Πρωταθλήματα.
- Στο ζήτημα “Ο Chamberlain πλήρωσε ότι ήταν ωραίος τύπος και αγαπητός”, ο Simmons παραθέτει μερικές από τις πιο σπαρταριστές ιστορίες, όπως το γεγονός ότι τόσο τεράστιος παίκτης έγινε ανταλλαγή δύο φορές και έπαιξε για εννιά προπονητές σε 14 χρόνια και τέλος, η μυστική ψηφοφορία που έκαναν οι παίκτες των Lakers για το αν θέλουν τον Chamberlain, όταν το ’65 τον παραχώρησαν οι Warriors και έληξε 9-2…κατά!
- Στο ζήτημα “O Chamberlain ήταν απλά άτυχος σε διάφορες στιγμές”, ο Simmons σταχυολογεί μία προς μία τις φορές που ο Wilt λύγισε στις κρίσιμες στιγμές, με αποκορύφωμα την εμμονή του -χωρίς πλάκα!- να μην αποβάλλεται με fouls που τον “απέτρεπε” να ρίχνει το κορμί του στη φωτιά σε στιγμές crunch time. Όσο για τον Russell, αλησμόνητο έχει μείνει το “κράξιμο” που έριξε στον μεγάλο του αντίπαλο, όταν αποχώρησε από τον έβδομο τελικό του 1969 (το περίφημο “Παιχνίδι με τα Μπαλόνια“) με ένα μικρό στραμπούληγμα έξι λεπτά πριν από τη λήξη.
- Τέλος, στο ζήτημα “Οι γνώμες της εποχής είναι διχασμένες στο ποιος είναι καλύτερος”, ο Simmons αναφέρει μια σειρά από αντιπάλους, συμπαίκτες, προπονητές και δημοσιογράφους, οι οποίοι -άλλοτε με φιλικό και άλλοτε με καυστικό τρόπο- καταλήγουν στο ότι δεν υπάρχει θέμα σύγκρισης: Bill Russell.
Πόσο καλός; Τόσο καλός!
Πέρα, όμως, από την έρευνα του Simmons, που είναι απολαυστική και εξονυχιστική αλλά ενίοτε χρησιμοποιεί επιχειρήματα που μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενη προφητεία, πρέπει να αναρωτηθούμε “τόσο καλός ήταν λοιπόν ο Russell”;
Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά ο Russell, ως σωματοδομή, αλτικότητα, δύναμη, wingspan, ταχύτητα και διασκελισμό έμοιαζε με έναν ψηλότερο Dennis Rodman.
Το transition παιχνίδι του, παρότι πολύ συχνά αποτελεσματικό, δεν ήταν ακριβώς και καλλιτεχνικό πατινάζ από άποψη αισθητικής, ακριβώς όπως του “Worm”, ενώ η μηχανική του σουτ του ήταν καλή για τα δεδομένα της εποχής, αλλά μέτρια ως κακή για τα σημερινά.
Απομακρύνετε τα παιδιά, ακολουθούν σκληρές εικόνες:
Θεέ μου…
Ωστόσο, όλα αυτά εν τέλει κρίνονται με βάση το αποτέλεσμα στην εποχή τους. Τα κύρια αγωνιστικά χαρίσματα, τα οποία ήταν ανυπέρβλητα στον Russell, ήταν δύο.
Πρώτον, η πλαστικότητα στις κινήσεις του. Παρακάτω, μπορεί το hook του Russell να είναι απαρχαιωμένο και να φαίνεται σαν να ξεκινάει από το υπέδαφος της γης, όμως η κίνηση είναι πλήρης και η καμπύλη μοιάζει με ρόδα σε λούνα παρκ.
Δεύτερον και σημαντικότερο, ο Russell ήταν εξαιρετικά αλτικός δομικά. Έτρεχε και πηδούσε σαν να βρισκόταν πάνω σε pogo stick. Αν παρατηρήσει κάποιος τον Chamberlain στις τελευταίες του σεζόν στους Lakers, θα παρατηρήσει πως για να πηδήξει, στερεώνει τα πόδια του, λυγίζει τα γόνατα του, σκύβει ελαφρώς και σηκώνεται βάζοντας 120 κιλά πάνω στα πόδια του -μια κίνηση, η οποία γινόταν σε slow motion και ισοσκελιζόταν από τη δύναμη και τεχνική του Chamberlain, που καμία σχέση δεν είχε τότε με τον Chamberlain των Warriors. Ο Russell ήταν σχεδόν μέχρι το τέλος της καριέρας του, απλά το “κάτι άλλο”.
Σε μια εποχή που τα κοψίματα δεν μετρούσαν ως στατιστική κατηγορία -διάολε, σε μια εποχή που τα κοψίματα ήταν σχεδόν τόσο ανεπίτρεπτα όσο τα καρφώματα, ο Russell τα έκανε αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού των Celtics, δημιουργώντας ένα συνεχές ανάμεσα στις δύο πλευρές του γηπέδου. Έχοντας ταυτόχρονα εξαιρετικό συγχρονισμό και οξυδέρκεια για να αντιληφθεί ποια σουτ πρέπει να κοπούν οπωσδήποτε, ο Russell έκοβε την μπάλα ευθυτενής και φρόντιζε να την συγκρατεί εντός παιχνιδιού και στην κατοχή των “Κελτών”, προκειμένου να ξεκινήσουν κατευθείαν επίθεση. Έτσι, αναδεικνύονταν πολύ καλύτερα τα ταλέντα του Cousy για γρήγορο παιχνίδι αιφνιδιασμού με λίγες και μακρινές πάσες. Παράλληλα, η ικανότητα του Russell τόσο στο κόψιμο, όσο και στο rebound, έδωσε για πρώτη φορά τόσο πολύ ύψος στο παιχνίδι1)Το οποίο συνέχισαν αμέσως μετά οι Baylor και Chamberlain., το οποίο μέχρι τότε ήταν σχεδόν “βιδωμένο” στο έδαφος.
Βεβαίως, το μεγαλύτερο αγωνιστικό προσόν του Russell δεν ήταν φυσικό, αλλά πνευματικό. Το κίνητρο, η “καρδιά του πρωταθλητή”, το “μάτι της τίγρης” και ό,τι άλλο παραπλήσιο μπορείτε να φανταστείτε, ο Russell τα είχε σε αφθονία. Με διάφορους τρόπους -και πάντα στην κρίσιμη στιγμή- κατάφερνε να υπερβαίνει τον εαυτό του και να μπαίνει στη “ζώνη”. 19 πόντοι – 32 rebounds το 1957, 22 πόντοι – 35 rebounds το 1960, 30 πόντοι – 40 rebounds(!) το 1962, 15 πόντοι – 29 rebounds – εννέα assists το 1965, 25 πόντοι – 32 rebounds το 1966, και ούτω καθεξής.
Α, ναι.
Όλα αυτά τα παιχνίδια, πλην του ’65, ήταν έβδομα παιχνίδια Τελικών ΝΒΑ! Αυτό του ’65 ήταν έβδομο παιχνίδι μόλις τελικών Ανατολής…
Ξεχάστε το “Baby Sky Hook”, το “Τhe Shot” 1,2 και 3 ή το “LeBlock”. Ο Bill Russell ήταν ο πιο clutch παίκτης στην Ιστορία του ΝΒΑ.
Άρα, γιατί ο Bill Simmons τον τοποθετεί #2 πίσω από τον Jordan και μπροστά από Kareem, Magic, Bird και Wilt στην πασίγνωστη του “Hall of Fame Pyramid”2)Όλη η λίστα εδώ; Επειδή, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, και σε αντίθεση με τον Jordan, αν έπαιζε σήμερα, δύσκολα θα είχε το impact που είχε ως πρωτοπόρος του αθλήματος τότε. Οι αρθρογράφοι των ΗΠΑ τον είχαν ψηφίσει ως τον σπουδαιότερο παίκτη όλων των εποχών μέχρι το 1980 – δηλαδή μέχρι την άφιξη της τρίτης γενιάς αστέρων. Όμως, σήμερα, απέναντι στα oversized “τεσσάρια” και στα stretch “πεντάρια”, ένας center ύψους “μόλις” 2,08 και με τα συγκεκριμένα αγωνιστικά χαρακτηριστικά δεν θα μπορούσε να τοποθετείται κάτω από το καλάθι και να κόβει ό,τι κινείται. Για την ακρίβεια, ακόμα και στη δεκαετία του ’90 να γυρίσουμε, μπορείτε να φανταστείτε τον Russell να ανταγωνίζεται τον Olajuwon; Τον Shaq; Τον Robinson; Τον Ewing; Τον Mourning;
Το μόνο σίγουρο είναι πως όπου και όποτε βρισκόταν θα ήταν ο αθλητής που θα έκανε οποιαδήποτε δυνατή θυσία να κερδίσει η ομάδα του περισσότερο -κάτι που άργησε μέχρι να το καταλάβει ο Jordan και μάλλον δεν κατάλαβε ποτέ ο Chamberlain. Όταν ο Phil Jackson προσπάθησε να δώσει στον Jordan να καταλάβει πως πρέπει να περιλαμβάνει και άλλους στο παιχνίδι του, αντί να τους έχει θεατές στην παράσταση του3)Λογικά, οι συμπαίκτες του Chamberlain στους Warriors και του Jordan στους Bulls στην προ-Jackson εποχή, θα πρέπει να ένιωθαν τέτοια μοναξιά στο γήπεδο, που θα κράταγαν ημερολόγιο στο κομοδίνο τους., η αρχική αντίδραση του Jordan ήταν να μουτρώσει με διάφορους τρόπους -δεν σούταρε για ολόκληρα δωδεκάλεπτα ή αντίθετα, αν έκρινε πως κινδύνευαν να χάσουν, δεν ξανάδινε πάσα. Νίκησε μόλις κατάφερε να γίνεται χρήσιμος στην ομάδα του. Από την άλλη, ο Chamberlain, αμέσως μετά το πρωτάθλημα του ’67, θεώρησε πως το να γίνει πιο ομαδικός σημαίνει να το κάνει όπως ο Rajon Rondo, δηλαδή να χάσει τον τίτλο του πρώτου σκόρερ για να βγει πρώτος στις assists στο ΝΒΑ. Aftermath: ο Chamberlain ήταν μάλλον ο μόνος που δεν κατάλαβε γιατί αμέσως μετά από αυτή την εξωφρενική πρωτιά, οι Sixers έχασαν το προβάδισμα 3-1 στους Τελικούς από τους Celtics και αυτός έγινε ανταλλαγή στο L.A.
Και φυσικά ο Russell ήξερε πότε έπρεπε να πατήσει τέρμα το γκάζι και πότε όχι. Αυτός ήταν ο λόγος που γυμναζόταν ίσα ίσα για να ξαναβρεί τη φόρμα του στην preseason και στη συνέχεια, επιδιδόταν απλώς σε μια ήπια συντήρηση και σε μεγάλο ρόλο, η εγκεφαλικότητα του “Russ” ακόμα και στην εκγύμναση τον προστάτεψε από σοβαρούς τραυματισμούς σε όλη την καριέρα του. Όμως, παρότι δεν ήταν φανατικός της προπόνησης και συχνά ξεκουραζόταν (ειδικά όταν έγινε παίκτης – προπονητής), ήταν υπόδειγμα αυτοθυσίας μέσα στον αγώνα. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε σαφώς και ο “Red” Auerbach, που διαχειριζόταν με μοναδικό τρόπο έναν ευαίσθητο χαρακτήρα με έντονα βιώματα, όπως ο Russell. Γνωρίζοντας την αλλεργία του Russell στην προπόνηση και στην ήττα, τον διαχειριζόταν με τον καλύτερο τρόπο -εξάλλου, γιατί να ξοδέψεις έστω και λίγη αποδοτικότητα στο παρκέ της προπόνησης, όταν ήξερες να την αξιοποιήσεις με τον μέγιστο τρόπο στον ίδιο τον αγώνα;
Εν ολίγοις: ο Russell καταλάβαινε τι ακριβώς χρειαζόταν η ομάδα του από αυτόν για να κερδίσει, είτε αυτό σήμαινε να είναι τεταρτοπέμπτη επιλογή στην επίθεση, είτε να ηγείται αυτής. Ο Chamberlain αγωνιζόταν σε κάθε παιχνίδι σαν κάποιος να τον έβλεπε για πρώτη φορά και ήθελε να του δώσει το σπουδαιότερο show στη Γη.
Part II: Russell vs Bird
Ωστόσο, ο σπουδαιότερος αγώνας που χρειάστηκε να δώσει ο Russell δεν ήταν αθλητικός. Μάλιστα, σε πολλούς το παραπάνω σχήμα μπορεί να ακούγεται παράδοξο. Όμως, είναι η αλήθεια: η Βοστώνη δεν αγκάλιασε ποτέ πραγματικά την πιο νικηφόρα ομάδα όλων των εποχών την περίοδο που μεσουρανούσε ο Russell. Και παρότι φαίνεται ακόμα πιο παράδοξο, δεν την αγκάλιασε επειδή πρωταγωνιστούσε ο Russell.
Ουσιαστικά, για να αντιληφθούμε τη λογική της Βοστώνης, ο καλύτερος τρόπος είναι το «κοντράστ» ανάμεσα στον επιτυχημένο και κοσμαγάπητο Larry Bird και στον ακόμα πιο επιτυχημένο, αλλά λιγότερο αγαπητό (τουλάχιστον στις δόξες του) Bill Russell. Ο τελευταίος, αλλά ακόμα και μεταγενέστεροι αστέρες των Celtics (Robert Parish, Cedric Maxwell) ονόμαζε την Βοστώνη μια από τις πιο ρατσιστικές πόλεις των ΗΠΑ, φαινομενική εξαίρεση στις γενικά προοδευτικές ανατολικές πολιτείες.
Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε αποτελεσματικά μόνο αν αντιληφθούμε την εξέλιξη της παραγωγικής και ταξικής διαστρωμάτωσης της πόλης και ταυτόχρονα κινηθούμε από μπρος προς τα πίσω στο χρόνο, απαντώντας ουσιαστικά γιατί ο Bird ήταν τόσο αγαπητός.
Larry Legend
Στη δεκαετία του ’80, η Βοστώνη γιγαντωνόταν ως κέντρο νέων τεχνολογιών, ικανό να ανταγωνιστεί την Silicon Valley στα Δυτικά, χάρη στην παρουσία πανεπιστημίων όπως το MIT και το Harvard. Όμοια τάση ακολούθησαν προφανώς όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά πουθενά δεν συντελέστηκε τόσο βίαια η αποβιομηχάνιση, όπως στη Βοστώνη. Στη δεκαετία του ’50, ένας στους πέντε κατοίκους της ευρύτερης Βοστώνης δούλευε στην κλωστοϋφαντουργία ή στην βιομηχανία πλαστικών. Στη δεκαετία του ’90, μόλις ένας στους είκοσι και στα τέλη της, η Μασαχουσέτη ήταν η πρωτεύουσα της ψηφιακής οικονομίας στις ΗΠΑ, μπροστά ακόμα και από την Καλιφόρνια.
Η ίδια η δημογραφική υφή της ευρύτερης περιοχής δε, είχε αλλάξει καθώς οι λευκοί που εργάζονταν στην βιομηχανία είχαν ήδη καταφέρει να μαζέψουν αρκετά χρήματα για να μετακομίσουν στις νεόδμητες κατοικίες των προαστίων, όπου τα πάντα φαίνονταν καθαρά, ηλιόλουστα και αψεγάδιαστα. Η τάση της μετακίνησης – εκεί αλλά και γενικότερα – των λευκών από το κέντρο στα μεσοαστικά προάστια, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση της μεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ το 1965, είχε ως αποτέλεσμα ήταν το 1950 η Βοστώνη να έχει 759.000 λευκούς κατοίκους και μόλις 5,3% μειονότητες, ενώ το 1990 να έχει μόλις 361.000 λευκούς κατοίκους και 40,8% μειονότητες.
Την ίδια στιγμή, η μετατόπιση του παραγωγικού μοντέλου από τον δευτερογενή τομέα προς τον τριτογενή, έφερνε στην μητροπολιτική Βοστώνη δύο ειδών ανθρώπους που διέφεραν από τους δεύτερης, τρίτης, τέταρτης ή και παραπάνω γενιάς λευκούς Ευρωπαίους μετανάστες, όπως Ιρλανδούς, Ιταλούς, Άγγλους, που χαρακτήριζαν δημογραφικά τη Βοστώνη για δεκαετίες: προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης (πιθανόν και υψηλού μορφωτικού επιπέδου) και μετανάστες από χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Ασίας. Η παραδοσιακή εργατική τάξη εξαφανίστηκε ουσιαστικά από το κέντρο της Βοστώνης, την στιγμή που το 25% στην ίδια περιοχή αποτελούταν πλέον από ανήκοντες σε μειονότητες.
Σε όλα τα παραπάνω, οφείλουμε να προσθέσουμε μια ιδιομορφία της ίδιας της πόλης: η Βοστώνη οργάνωσε βεβαίως την οικονομία με βάση τις αρχές του προτεσταντισμού, όπως όλες οι πόλεις της Ανατολικής Ακτής, αλλά έχοντας ισχυρές και ισχυρά καθολικές κοινότητες στις τάξεις της βοστωνέζικης κοινωνίας, ανέπτυξε μια πολύ ισχυρή αίσθηση κοινοτισμού και αυτάρκειας, συνήθως με πυρήνα την καθολική εκκλησία4)Ταινίες όπως “The Crucible” (1996), “The Departed” (2006) και “Spotlight” (2015) ή και τα βιβλία του Dennis Lehane, όπως το Mystic River, αποδίδουν μια αφήγηση αρκετά πιστή στην κουλτούρα της «κλειστής» βοστωνέζικης κοινωνίας.. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, είτε βρισκόμενοι στο κέντρο, είτε στα προάστια, οι λευκοί «Βοστωνέζοι» να έχουν μια συγκεκριμένη αίσθηση μυστικοπάθειας και εσωστρέφειας και μια νοοτροπία – αν το πούμε στα ελληνικά – «χωριάτικη» και να αγνοούν τι γίνεται στο διπλανό δήμο ή γειτονιά.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν οι λευκοί μικροαστικής και μεσοαστικής καταγωγής που είχαν μετακομίσει στα προάστια, να έχουν εκούσια αποκοπεί από την υπόλοιπη μητροπολιτική Βοστώνη (άρα και τα προβλήματα της), αφού ο κάτοικος, για παράδειγμα, του Roxbury ή του Charleston δεν ήξερε τι συνέβαινε – εκτός των άλλων – στο κέντρο της Βοστώνης.
Και φυσικά, να είναι οι ίδιοι άνθρωποι που, πηγαίνοντας στο γερασμένο από όλες τις απόψεις “Boston Garden”, απορούσαν «μα που πήγαν όλοι οι λευκοί;» και νοσταλγούσαν τις “good ol’ times”.
Οι ίδιοι άνθρωποι που θεωρούν ότι χάνουν διαρκώς έδαφος ως λευκοί, στο οποίο επιχείρημα, ο Chris Rock αντιπαράθεσε το αμίμητο και θρυλικό αντεπιχείρημα “if y’ all losing, who’s winning?”.
Οι ίδιοι άνθρωποι που στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές ψήφισαν με τη λογική ότι έχαναν διαρκώς – απλά επειδή θεώρησαν ότι έχαναν ως λευκοί και όχι για παράδειγμα ως εργαζόμενοι, ψήφισαν έναν ρατσιστή και σεξιστή γελωτοποιό. Ας μην ξεφεύγουμε τόσο όμως.
Ο Bird ήρθε ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο ανάμεσα στην νέα Βοστώνη των υπηρεσιών και της πολυπολιτισμικότητας, και στην παλιά Βοστώνη της βιομηχανίας και της κουλτούρας της «μικρής πόλης». Ήταν τόσο «ξερός», που δεν είχε πρόβλημα να πληρώνεται σε μπύρες Pabst, να επιμένει να κάνει μόνος του μαστορέματα και μερεμέτια (άλλος ένας παράγοντας, που για κάποιους, «φόρτωσε» καταπόνηση στη μέση του), να αράζει σε περιθωριακές παμπ και να πλακώνεται στο ξύλο με τους θαμώνες της κακόφημης “Burke’s Tavern” – ένας πραγματικός «βλάχος» με τα όλα του, συμβατός με το παρατσούκλι που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του, “The Hick from French Lick”. Απλός έως απλοϊκός, καλοπροαίρετος και αδιάφορος για οτιδήποτε, παρά μόνο να εργάζεται σκληρά (σε οτιδήποτε), προσιτός με έναν παντελώς άχρωμο τρόπο, απέρριπτε οποιαδήποτε μόδα και δεν επηρεάστηκε ποτέ από τα “race politics” – όχι επειδή ήταν ή δεν ήταν ρατσιστής, αλλά επειδή δεν τον ένοιαζε τίποτα.
Την ίδια στιγμή, όσο ανόμοιος ήταν ο Bird με τους μαύρους από άποψη εξωτερικών και φυσικών χαρακτηριστικών, τόσο είχε αφομοιώσει την αγωνιστική κουλτούρα τους, αφού όπως έλεγε ο ίδιος, επιδίωκε από μικρός να παίζει με αυτούς, γιατί ήταν οι καλύτεροι. Το ρεπερτόριο του είχε τα πάντα από το “swag” και το “attitude” των μαύρων μπασκετμπολιστών του ’70: trash talking, πάσες “no look” και “behind the back”, στοχοποίηση και ξεφτίλισμα αντιπάλου, λατρεία για οτιδήποτε “clutch” και “hustle”.
Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με το ψυχαναγκαστικά ανταγωνιστικό του πνεύμα (που συχνά μεταφραζόταν σε καυγάδες που περίμεναν όλοι, όπως με τον Bill Laimbeer, αλλά και σε άλλους που δεν περίμενε κανείς, όπως με τον Julius Erving), ο Bird είχε όλα τα στοιχεία που θα λάτρευε ο μέσος λευκός “blue collar American”. Ήταν χαμηλών τόνων (εκτός των τεσσάρων γραμμών), εργατικός, γεμάτος αυταπάρνηση και πρόθυμος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά ή «δουλίτσα», χωρίς να εκφέρει άποψη, με μόνο αντάλλαγμα την πλήρωση που του απέφερε το αποτέλεσμα μιας σκληρής προσπάθειας. Το κυριότερο: όντας τόσο καλός όσο οι καλύτεροι μαύροι, χωρίς να είναι στο ελάχιστο παρωχημένος ή «παλιομοδίτικος», σήμαινε την αντεπίθεση των «λευκών αξιών» στο σήμερα, σε μια εποχή εγωκεντρικών underachievers μαύρων αθλητών, «βουτηγμένων στα ναρκωτικά και στην παρανομία» (sic).
Russ
Όπως, λοιπόν, ο Bird ήταν «ο σωστός λευκός» (“The Great White Hope”), έτσι και ο Russell στην εποχή του ήταν «ο λάθος μαύρος».
Ο Russell είχε την ίδια στόφα πρωταθλητή με οποιονδήποτε και ακόμα περισσότερη. Οι έννοιες «ομαδικότητα», «αυταπάρνηση», «εργατικότητα», «ανιδιοτέλεια» ήταν χαραγμένες πάνω σε κάθε γωνία του κορμιού του -όπως και ο «μόχθος», καθώς, ας μην ξεχνάμε, είχε ως αντίπαλο τον σωματικά και αγωνιστικά υπέρτερο Wilt Chamberlain. Αν όλες αυτές ήταν οι «λευκές αξίες», τότε ο Bill Russell ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι.
Ένας τέτοιος συλλογισμός, βέβαια, θα ήταν μια πραγματική διαλεκτική υπέρβαση για τους χαρακτηριστικά γραφικούς και στενοκέφαλους “New Englanders”. Όπως αναφέρουν οι Harvey Araton και Filip Bondy στο βιβλίο “The Selling of the Green: The Financial Rise and Moral Decline of the Boston Celtics“: «…μια κοινωνία με λιγότερες διακρίσεις θα είχε αγκαλιάσει τον Russell στη δεκαετία του ’60 για τους ίδιους λόγους που [αγκάλιασε] τον Cowens στη δεκαετία του ’70». Δεν ήταν μόνο ότι ο “Big Red” τα έβαζε με τον δέκα πόντους ψηλότερο του Kareem, βούταγε για χαμένες μπαλιές και μούσκευε και μάτωνε τη φανέλα. Παράδειγμα είναι η συνύπαρξη των Dave Cowens και Paul Silas στη δεκαετία του ’70. Παρόλο που ο Cowens ήταν ανώτερος του Silas μόνο ως σκόρερ, ο Silas ήταν γνωστός για το απόλυτα «λευκό» και «προσγειωμένο» παίξιμο του και οι Celtics παρέπαιαν στην τριετία 1976-1979, όταν ο Silas έφυγε για Denver και Seattle, οι οπαδοί των «Κελτών» αγαπούσαν τον λευκό Cowens και αδιαφορούσαν για τον μαύρο Silas.
Αυτήν ακριβώς τη mentalité της άγνοιας και της εσωστρέφειας είχε γνωρίσει για τα καλά και ο Bill Russell στα χρόνια του στη Βοστώνη. Όταν αποσύρθηκε ο τεράστιος Bob Cousy με το πέρας της σεζόν 1962-63, ένας δημοσιογράφος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν φοβάται ότι δεν θα ξαναπάρει Πρωτάθλημα τώρα που αποσύρθηκε ο “Houdini of the Hardwood”. Η απάντηση του Russell; «Θα είναι τεράστια απώλεια, αλλά για δες ποιος είχε βγει MVP τα τρία προηγούμενα χρόνια» (Μην ανοίγετε άλλη καρτέλα για να το ψάξετε: ο Russell). Σημειώνουμε δε πως ο σπουδαίος “Cooz” δεν είχε πάρει ούτε ένα Πρωτάθλημα τα πρώτα έξι χρόνια της καριέρας του -μέχρι δηλαδή να έρθει ο Russell στους Celtics- και το μοναδικό του MVP ήταν στη rookie χρονιά του Bill. Βλακεία ανίκητη, δηλαδή…
Άλλο παράδειγμα. Το 1966, ο Red Auerbach αποσύρεται από την προπονητική και χρίζει, χωρίς πολλά – πολλά, τον Bill Russell ως διάδοχο του. Το ΝΒΑ «καλωσορίζει» τον πρώτο μαύρο προπονητή στην Ιστορία5)Παίκτης – προπονητής, για την ακρίβεια. Ακολουθεί η φοβερή στιχομυθία μεταξύ Russell και δημοσιογράφου στην συνέντευξη Τύπου, όπου ο Auerbach κάνει τις δύο ιστορικές ανακοινώσεις:
– “As the first negro coach in a major league sport, can you do the job impartially, without any racial prejudice and reverse?
– Yes.
(ακολουθούν 2” σιγής)
– Oh.
(ακολουθούν άλλα 2” σιγής, όπου ο Russell καρφώνει με το βλέμμα του τον δημοσιογράφο)
– ‘Cause the most important factor is respect. And basketball respects a man for his ability; period”.
Από κάτι τέτοια γίνεται κατανοητό πως το τελευταίο πράγμα που ήθελε να είναι ο Russell ήταν να παίζει το ρόλο του “Uncle Tom” – του μαύρου δηλαδή που «κάθεται καλά» και «ξέρει τη θέση του».
Αν η δεκαετία του ’70 σημαδεύτηκε από την «έξοδο» των λευκών μικροαστικών στρωμάτων της Βοστώνης προς τα προάστια, οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 σημαδεύτηκαν από την ένταξη μαύρων αθλητών σε μεγάλα κολεγιακά προγράμματα και στο ΝΒΑ – μέχρι το 1979, όταν και η λίγκα υποδέχθηκε τον Larry Bird, ήδη το 70% των αθλητών ήταν μαύροι.
Καταλήγοντας στη Βοστώνη
Σε ένα από τα σπουδαιότερα κολεγιακά προγράμματα της εποχής μετείχε και ο Bill Russell, αυτό του San Francisco, όπου σε τρία χρόνια με τους Dons κατέγραψε δύο τίτλους στο NCAA και 55 σερί νίκες και μέσους όρους 20,7 ppg – 20,3 rpg. Όμως, μπαίνοντας στο draft του 1956, οι Celtics δεν ήταν καν κοντά στον Russell. Για να φτάσουν σε αυτόν, χρειάστηκε η ασύλληπτη οξυδέρκεια και «καπατσοσύνη» του Red Auerbach, μια σειρά από αστοχίες των υπόλοιπων ανταγωνιστών και πάνω από όλα, η ίδια η προσωπικότητα του Bill Russell.
Ο Russell ευτύχησε να έχει στη ζωή του τρεις ανθρώπους: τους γονείς του και τον προπονητή του στο USF, τον Phil Woolpert. Σύμφωνα με τον πρώην προπονητή του San Francisco και Hall of Famer, Pete Newell, ο οποίος «σφύριξε» την περίπτωση Russell στον Auerbach, οι γονείς του ήταν τόσο χειραφετημένοι και ανοιχτόμυαλοι που άνετα θα μπορούσαν να θεωρηθούν κομμουνιστές στην Αμερική του μακαρθισμού, ενώ ο διάδοχος του στον πάγκο των Dons, Woolpert, ήταν σαράντα χρόνια μπροστά από την εποχή του σε επίπεδο κοινωνικών και φυλετικών δικαιωμάτων – ενδεικτικό ήταν πως τολμούσε από τότε να ξεκινάει βασικούς τρεις μαύρους, τους Hal Perry, K.C. Jones και Russell.
Πρώτο εμπόδιο ήταν οι Harlem Globetrotters του Abe Saperstein. Μπορεί σήμερα να φαντάζει αδιανόητο, αλλά τότε το ΝΒΑ δεν ήταν τόσο αυτονόητο ως επιλογή για επαγγελματική καριέρα, ενώ οι “Trotters” είχαν ακόμα μεγάλη αίγλη, με παίκτες όπως ο Goose Tatum. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Auerbach ήταν να επιστρατεύσει τον Don Barksdale, που είχε κλείσει την καριέρα του στους Celtics ένα χρόνο πριν και είχε την καλύτερη άποψη για τον προπονητή Red Auerbach και ιδιοκτήτη Walter Brown. Το σπουδαιότερο: ο Barksdale ήταν ο πρώτος μαύρος All-American στο κολέγιο, ο πρώτος μαύρος που αγωνίστηκε με την Εθνική των ΗΠΑ, το 1948 στο Λονδίνο, και – παρότι όχι ο πρώτος που αγωνίστηκε στο NBA -ο πρώτος μαύρος που έπαιξε σε All-Star Game. Τέτοιος πρωτοπόρος ασφαλώς θα έβρισκε «ευήκοα ώτα» στον στιβαρό νεαρό Russell.
Όπως και έγινε. Ο Barksdale θύμισε στον πατέρα και υιό Russell ότι οι «εβδομηντακάτι» αγώνες του ΝΒΑ ετησίως ήταν παιχνιδάκι μπροστά στους σχεδόν 230 αγώνες ετησίως που έδιναν οι Globetrotters. Τα χρήματα ήταν σαφώς καλύτερα, αλλά η συμπόρευση με τους “Globies” ήταν γεμάτη περιοδείες και ελάχιστη αγωνιστική εξέλιξη. Ταυτόχρονα, ο Abe Saperstein «έκαψε» την γνωριμία του με τους Russell και Woolpert, αφού δεν περίμενε πως ο νεαρός θα είχε κάποια ιδιαίτερη γνώμη και έτσι σχεδόν δεν του απευθύνθηκε, συζητώντας το μέλλον του αποκλειστικά με τον προπονητή του! Φυσικά, αυτό δεν το εκτίμησε κανείς από τους δύο, οπότε ο “Russ” κατέληξε ότι ήθελε να παίξει μόνο στο ΝΒΑ, ακόμα και με τα μισά από τα – «μυθικά» για την εποχή – $50.000 που πρόσφερε ο Saperstein.
Τώρα, ο Auerbach, χάρη και στον Barksdale, είχε «ζεστάνει» τον Russell, αλλά έμπαινε σε ένα draft που είχε μόνο την 13η επιλογή και το “territorial pick”. Το δεύτερο δεν χώραγε αμφιβολία – θα ήταν ο λατρεμένος στη Βοστώνη Tommy Heinsohn. Αντίστοιχα, στο #13 ο Auerbach έλπιζε πως θα πετύχαινε τον συμπαίκτη του Russell στο USF K.C. Jones – για τον ίδιο τον “Russ” ούτε λόγος. Οι Rochester Royals που επέλεγαν πρώτοι και οι St. Louis Hawks που επέλεγαν δεύτεροι ήταν σοβαρά εμπόδια.
Όχι για τον “Red”. Το πρώτο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να βρει δίαυλο επικοινωνίας με τους Rochester Royals. Όταν τους επικοινώνησε ότι ο Russell ψάχνει για συμβόλαιο τουλάχιστον $25.000, ο ιδιοκτήτης Lester Harrison κόντεψε να χλωμιάσει. Παράλληλα, ο Harrison ήταν φίλος του Walter Brown και όταν ο δεύτερος τον βοήθησε να κλείσει τους “Ice Capades” (πολύ γνωστό στις ΗΠΑ θέαμα στον πάγο από το 1940 ως το 1995, του οποίου τότε ο Brown ήταν μέτοχος) να έρθουν στο Rochester, το έκανε με έναν όρο: να προσπεράσει τον Russell στο #1 του draft.
Ο Harrison άρχισε να το σκέφτεται. Από τη μία, στη μοναδική ευκαιρία που είχε να δει τον Russell δια ζώσης, σε δυο τουρνούα στη Νέα Υόρκη στην senior χρονιά του, δεν εντυπωσιάστηκε – είτε επειδή τον θεώρησε μέτριο σκόρερ, είτε επειδή μπορεί να τον είδε αδιάφορο να κοπιάσει για να αγωνιστεί σε μια μικρή αγορά όπως το Rochester. Από την άλλη, ο Russell θα αγωνιζόταν τέλη Δεκέμβρη του ’56 στο ΝΒΑ, λόγω των υποχρεώσεων του με την Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Έτσι, ο Harrison άρχισε να απομυθοποιεί τις προφανείς και απεριόριστες αμυντικές ικανότητες του Russell, θυμήθηκε ότι είχε ήδη ως center τον Maurice Stokes και προτίμησε ως πρώτη επιλογή τον Sihugo Green, έναν κλασικό Ανατολικό guard από το Duquesne, που τόσο του άρεσε και εν τέλει έπαιξε μόλις 59 παιχνίδια στις πρώτες δύο σεζόν του6)#SamBowie_before_SamBowie. “Red” Auerbach – ανταγωνισμός = 2-0.
Σαφώς τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα αναφορικά με το St. Louis, καθώς εκεί ο Auerbach χρειάστηκε να δώσει «αίμα». Αρχικά, οι Hawks τους ζήτησαν τον Ed Macauley – έναν λεπτό forward ύψους 2,04, που ο “Red” συχνά χρησιμοποιούσε ως center. Ο “Red” τον λάτρευε, καθώς ήταν ακριβώς αυτός ο τύπος του “undersized overachiever” που πάντα ήθελε και ήξερε πως ο Macauley δεν θα δεχόταν να θυσιαστεί για τους Celtics και να μετακινηθεί από τη Βοστώνη, εκτός εάν…
…εκτός εάν ο Macauley διέμενε μόνιμα στο St. Louis και είχε ένα μικρό παιδί που έπασχε από μηνιγγίτιδα και είχε ανάγκη από διαρκή παρακολούθηση και φροντίδα. Έτσι, ο Macauley συναίνεσε να δοθεί ως ανταλλαγή, όμως την τελευταία στιγμή, οι Hawks ζήτησαν πακέτο και τον Cliff Hagan7)Λίγα λογάκια για τον προπονητή Hagan στο αφιέρωμα μας στο ΑΒΑ. Ο Auerbach έγινε έξω φρενών, αφού είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους απόφοιτους του Kentucky για το πειθαρχημένο και σκληρό παιχνίδι τους, αλλά τι θα μπορούσε να κάνει; Είχε φτάσει τόσο κοντά, που δεν έπρεπε να τινάξει το μυστικό του σχέδιο στον αέρα. Κάπως έτσι, το #2 του draft κατέληξε στους Celtics.
Φυσικά, στη συνέχεια οι Hawks, που όντως ήθελαν τον Russell (αλλά ήξεραν πως δεν τους ήθελε αυτός, αφού το St. Louis είχε τη φήμη της ακραία ρατσιστικής πόλης), προσπάθησαν να δικαιολογηθούν, λέγοντας πως ο Auerbach στάθηκε τυχερός, αφού κανείς δεν περίμενε τον Russell στο #2, στο οποίο ο “Red” απαντούσε εύστοχα πως «αποκλείεται να έδινα Macauley-Hagan για τον Sihugo Green». Η όλη υπόθεση ήταν βεβαίως μια απίστευτη δολοπλοκία του Auerbach, όμως οι Hawks δεν βγήκαν χαμένοι, αφού οι Bob Pettit, Ed Macauley και Cliff Hagan δημιούργησαν μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική ομάδα και οδήγησαν τους Hawks στον μοναδικό τίτλο του franchise το 1958, στη δεύτερη χρονιά του Russell ως Celtic.
Ο Russell αγάπησε πραγματικά τους Celtics και ελάχιστα ως καθόλου τη Βοστώνη. Στους Celtics κατέληξε ο πρώτος μαύρος -με διαφορά λεπτών μπροστά από τον Earl Lloyd- που επιλέχθηκε σε draft (Chuck Cooper στο #12 στο draft του 1950). Οι Celtics ήταν αυτοί που κατέβασαν για πρώτη φορά στην Ιστορία πέντε μαύρους ως βασικούς, όταν ο Willie Naulls αντικατέστησε τον τραυματία Heinsohn στις 26/12/1964 στο St. Louis και έσμιξε στη βασική πεντάδα με τους Satch Sanders, K.C. Jones, Sam Jones και Bill Russell για δώδεκα σερί παιχνίδια – διάστημα στο οποίο οι Celtics έκαναν δώδεκα νίκες και στον πάγκο τους ήταν όλοι λευκοί.
Κι όμως, αυτή η ομάδα, με τα 11 πρωταθλήματα σε 13 χρόνια και την τόσο προοδευτική λογική, δεν αντιστοιχούσε ούτε στο ελάχιστο στην πόλη που έδρευε. Την ίδια ώρα που η σπουδαιότερη δυναστεία στην Ιστορία των σπορ στις ΗΠΑ μάζευε 8.000 θεατές με το ζόρι, οι Boston Bruins του χόκεϊ, μια ομάδα με πέντε συμμετοχές στα playoffs σε αυτά τα 13 χρόνια, έκαναν sold out. Κάτι που προφανώς έκαναν και οι Celtics από τότε που πάτησε το πόδι του ο Bird, μετρώντας 662 σερί sold out από το 1980 ως το 1995, σερί που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ιστορία πίσω από τα 814 των Trail Blazers. Γι’ αυτό, ο Russell επέμενε πως “έπαιζα για τους Celtics, όχι για τη Βοστώνη” -την πόλη που είχε αποκαλέσει μια φορά “παζάρι του ρατσισμού” και τη θεωρούσε “χειρότερο μέρος να είναι κανείς Δήμαρχος, από ό,τι φυλακισμένος στο Sacramento”.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το τι ακριβώς αντιμετώπιζε, αξίζει να αναφέρουμε ένα συγκεκριμένο περιστατικό: όταν ο Russell προσπάθησε να μετακομίσει από το προάστιο του Reading σε ένα πιο κεντρικό σημείο, οι γείτονες μάζεψαν υπογραφές να μπλοκάρουν τη μετακόμιση! Και όταν δεν το κατάφεραν, έκαναν έρανο για να μαζέψουν χρήματα και να αγοράσουν το σπίτι που ήθελε να αγοράσει ο center των Celtics!!! Στο ίδιο σπίτι, επίσης, επίσης, άγνωστοι είχαν εισβάλλει, το βανδάλισαν, έγραψαν συνθήματα στους τοίχους, και αφόδευσαν στο κρεβάτι του και όχι μόνο…
Εντούτοις, είπαμε: και ο Russell από την πλευρά του, ήταν ο «λάθος μαύρος».
Όταν το 1961 οι Celtics βρέθηκαν στο Lexington του Kentucky για έναν αγώνα της preseason και σε ένα εστιάτοριο αρνήθηκαν να τους σερβίρουν επειδή είχαν μαύρους παίκτες, οι Russell, Satch Sanders, K.C. Jones και Sam Jones αρνήθηκαν να αγωνιστούν και έκλεισαν εισιτήρια επιστροφής για τη Βοστώνη. Τα media της εποχής σχεδόν τους εκτέλεσαν, αφού, με το πρόσχημα της επιστροφής του ανθρώπου που θεμελίωσε τον ρόλο του “6th man” και συμπαίκτη τους Frank Ramsey στον τόπο από όπου αποφοίτησε (University of Kentucky), κατηγόρησαν τον Russell και τους άλλους για ασέβεια προς τον συμπαίκτη τους! Φυσικά, ο Ramsey, είτε επειδή ήταν τέτοια η εμβέλεια της προσωπικότητας του Russell, είτε από αλληλεγγύη ανάμεσα σε Celtics, στήριξε 100% την απόφαση των συμπαικτών του, ζητώντας συγγνώμη ως κάτοικος του Kentucky για το ντροπιαστικό αυτό γεγονός. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει ο Russell και στο Marion της Indiana, όπου του είχε παραδοθεί το “κλειδί της πόλης” -όταν, όμως, το εστιατόριο του ξενοδοχείου του αρνήθηκε να του σερβίρει λόγω του χρώματος του δέρματος του, ο Russell έφυγε, πήγε στο σπίτι του δημάρχου, τον ξύπνησε και του επέστρεψε το κλειδί!
Μόλις ο Medgar Evers, μια επιφανής προσωπικότητα των κινήματος για τα κοινωνικά δικαιώματα δολοφονήθηκε από “Klansmen” στο Jackson τον Ιούνιο του 1963, ο Russell τηλεφώνησε κατευθείαν από την Βοστώνη στον αδελφό του, προσφέροντας τη βοήθεια του σε ό,τι ενδεχομένως χρειαζόταν. Όταν ο Charles Evers του είπε ότι αν κατέβει να τον βρει στο Νότο, θα στήσουν μαζί το πρώτο διαφυλετικό basketball camp στην Πολιτεία του Mississippi, ο Russell το έκανε8)Αντί επιπλέον γραμμών, διαβάστε τη συγκλονιστική αφήγηση της ιστορίας εδώ.!
Συμμετείχε στην μεγάλη πορεία για εργασία και δικαιώματα, τη γνωστή “Great March On Washington” τον Αύγουστο του 1963, όταν και ο Martin Luther King εκφώνησε από το Lincoln Memorial το γνωστό “I Have A Dream”.
Στο All Star Game του 1964 πρωτοστάτησε στην απεργία των παικτών πριν τον αγώνα, οι οποίοι άδραξαν την ευκαιρία της πρώτης ζωντανής τηλεοπτικής μετάδοσης του ΝΒΑ στην Ιστορία, για να ζητήσουν την κατοχύρωση εργασιακών τους δικαιωμάτων, όπως ένα συνταξιοδοτικό πλάνο. Παρότι αρχικά οι ιδιοκτήτες εμφανίστηκαν ανένδοτοι, οι αντιστάσεις τους κάμφθηκαν χωρίς πολλά – πολλά, όταν το ABC τους απείλησε ότι δεν θα μεταδώσει τίποτα, αφού «δεν μπορείτε ούτε τους παίκτες σας να μαζέψετε»! Στο τέλος εκείνης της σεζόν, δημιουργήθηκε η Ένωση Παικτών.
Στην αυτοβιογραφία του “Go Up For Glory” που εκδόθηκε το 1966, ο Russell, μνημόνευσε τόσο πολύ τον Malcolm X που σχεδόν του αφιέρωσε το βιβλίο, επιχειρηματολογώντας ότι “…[ο αγώνας για τα κοινωνικά δικαιώματα] σήμερα έχει γίνει υπερβολικά ήρεμος, έχει γεμίσει με συμβιβασμό”.
Τον Ιούνιο του 1967 βρέθηκε στο Cleveland μαζί με τους θρύλους τότε του κολεγιακού μπάσκετ Lew Alcindor και του NFL Jim Brown, καθώς και άλλους αθλητές για να παρέχουν στήριξη στην άρνηση στράτευσης του Muhammad Ali στο Βιετνάμ και στον αγώνα του για την επαναφορά της ζώνης του πρωταθλητή, της άδειας πυγμαχίας και του διαβατηρίου του, τα οποία στερήθηκε για την πολιτική του στάση. Η παρακάτω φωτογραφία είναι πραγματικά ιστορική:
Το σπουδαιότερο: ήταν ο πρώτος μαύρος που απέδειξε πως μπορεί να είναι πρωταγωνιστής στους μεγαλύτερους “champions” της λίγκας και να τους οδηγήσει σε συνεχόμενες επιτυχίες και γι’ αυτό το λόγο θεωρείται ο μεγαλύτερος “champion” στην Ιστορία των ομαδικών επαγγελματικών αθλημάτων στις ΗΠΑ.
Outro
Φυσικά, δεν ήταν τίποτα από αυτά εύκολο. Ο Russell, όχι άδικα, έγινε εμπαθής και συχνά σαρκαστικός με τα ΜΜΕ και τους οπαδούς των Celtics. Πολύ σπάνια, και όχι μέχρι σχετικά πρόσφατα, έγινε δεκτός με θέρμη στη Βοστώνη ο Russell, ενώ ο ίδιος διακριτικά έχει επιλέξει εδώ και τέσσερις δεκαετίες να ζει μάλλον όσο πιο μακρυά γίνεται: στο βορειοδυτικό άκρο των ΗΠΑ, στο Seattle9)Παρεμπιπτόντως, έχετε διαβάσει το καταπληκτικό σχετικό αφιέρωμα μας;. Όταν τον ρωτούσαν δε αν είναι μπασκετμπολίστας, επέμενε να απαντάει αρνητικά, καθώς θεωρούσε το μπάσκετ απλώς κάτι που έκανε καλά, όχι κάτι που τον χαρακτήριζε ως άνθρωπο. Επέλεγε ανθρώπους και κράταγε σε απόσταση όλους τους υπόλοιπους.
Όμως, στο τέλος ο Russell κέρδισε τη σημαντικότερη μάχη από όλες. Έγινε αποδεκτός, χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, ένας περήφανος μαύρος που μισούσε την κοινωνική κατάσταση και κοίταξε σε ζοφερούς καιρούς στα μάτια όλους τους λευκούς, καταλήγοντας τελικά ο μεγαλύτερος πρωταθλητής όλων. Όσο για το ΝΒΑ, εν τέλει ενσωμάτωσε την κοινωνική διαμαρτυρία και παρότι με τρομερές ασυνέχειες, μια αντιρατσιστική πολιτική, καταλήγοντας να είναι η πιο προοδευτική -ή ορθότερα, προόδευσε σε κάποια ζητήματα νωρίτερα από τις άλλες- λίγκα των ΗΠΑ10)Για την ακρίβεια, αν κάπου το ΝΒΑ, όπως και άλλες λίγκες, υστερεί, είναι στην αντίδραση του απέναντι στην πολιτικοποίηση των αθλητών..
Και ο λόγος είχε ονοματεπώνυμο: Bill Russell.
ΥΓ: Σε ό,τι αφορά τον Bill Russell, το ζήτημα του ρατσισμού δεν έχει κλείσει, ακόμα και αν πλέον δεν εκφράζεται με επιθετικούς όρους, αλλά όρους αμυντικούς και καθωσπρεπισμού. Ενδεικτικά παραθέτουμε την δηκτική αντίληψη για την στάση του Russell που φρόντισε να μοιραστεί με τον κόσμο ο συγγραφέας του λήμματος “Bill Russell” στην Wikipedia, απομονώνοντας τις παρακάτω -εξοργιστικά υποκριτικές- γραμμές:
“…Russell overlooked the fact that his career was only made possible by the white people who were proven anti-racists, namely his white high school coach George Powles (the person who encouraged him to play basketball), his white college coach Phil Woolpert (who integrated USF basketball), white Celtics coach Red Auerbach (who is regarded as an anti-racist pioneer and made him the first black NBA coach), and white Celtics owner Walter A. Brown, who gave him a high $24,000 rookie contract, just $1,000 shy of the top earning veteran Bob Cousy.”
Στον πραγματικό κόσμο, κάτι αντίστοιχο είχε δηλώσει ο γνωστός Marv Albert, σχολιάζοντας περίπου ως υποκρισία και αγένεια την άρνηση του Russell να υπογράφει αυτόγραφα και την προτροπή του να ζητούν τα παιδιά αυτόγραφα από τους δασκάλους τους, όχι από αθλητές.
Η σημασία της στάσης του, το να πατάς πόδι ακόμα και με τους πιο σκληρούς όρους στον ρατσισμό που δέχεσαι ήταν δεκτή από έναν προς έναν τους συμπαίκτες του, οι οποίοι είναι προφανές ότι επηρεάστηκαν θετικά από τον ίδιο. Επομένως, ιδανικό κλείσιμο είναι τα λόγια, όχι του ίδιου του Russell, αλλά του Bob Cousy:
“Είναι εύκολο να λες “γύρισε και το άλλο μάγουλο” αν το άλλο μάγουλο δεν ανήκει σε σένα”.
Αξίζουν να διαβαστούν
Terry Pluto, Tall Tales
Dave Zirin, A People’s History of Sports in the United States
Jeffrey Lane, Under the Boards: the Cultural Revolution of Basketball
Bill Simmons, Book of Basketball
Aram Goudsouzian, King of the Court : Bill Russell and the Basketball Revolution
Aris Tolios
Latest posts by Aris Tolios (see all)
- Ντέρμπι στην «Μπάσκετ Σίτι»: μια τοιχογραφία - May 13, 2022
- HogWatch: Winning Time (Part II) - April 8, 2022
- HogWatch: Winning Time (Part I) - March 21, 2022
- Playoff Playlist VII: 47 χρόνια σκλάβοι - July 5, 2021
- Playoff Playlist VI: Η εποχή των δεινοσαύρων - July 3, 2021
↑1 | Το οποίο συνέχισαν αμέσως μετά οι Baylor και Chamberlain. |
---|---|
↑2 | Όλη η λίστα εδώ |
↑3 | Λογικά, οι συμπαίκτες του Chamberlain στους Warriors και του Jordan στους Bulls στην προ-Jackson εποχή, θα πρέπει να ένιωθαν τέτοια μοναξιά στο γήπεδο, που θα κράταγαν ημερολόγιο στο κομοδίνο τους. |
↑4 | Ταινίες όπως “The Crucible” (1996), “The Departed” (2006) και “Spotlight” (2015) ή και τα βιβλία του Dennis Lehane, όπως το Mystic River, αποδίδουν μια αφήγηση αρκετά πιστή στην κουλτούρα της «κλειστής» βοστωνέζικης κοινωνίας. |
↑5 | Παίκτης – προπονητής, για την ακρίβεια |
↑6 | #SamBowie_before_SamBowie |
↑7 | Λίγα λογάκια για τον προπονητή Hagan στο αφιέρωμα μας στο ΑΒΑ |
↑8 | Αντί επιπλέον γραμμών, διαβάστε τη συγκλονιστική αφήγηση της ιστορίας εδώ. |
↑9 | Παρεμπιπτόντως, έχετε διαβάσει το καταπληκτικό σχετικό αφιέρωμα μας; |
↑10 | Για την ακρίβεια, αν κάπου το ΝΒΑ, όπως και άλλες λίγκες, υστερεί, είναι στην αντίδραση του απέναντι στην πολιτικοποίηση των αθλητών. |