Η ιδέα του παρόντος κειμένου προέκυψε κατά την ακρόαση της Εκτελεστικής Διευθύντριας της Ένωσης των Παιχτών του ΝΒΑ (NBPA – National Basketball Players Association), Michele Roberts, να μιλάει στο podcast του παίχτη των Sixers, J.J. Redick, στο The Ringer, την 1η Iουνίου 2018. Σε αρκετά σημεία της συγκεκριμένης συνέντευξης η Roberts επανέλαβε την αγαπημένη φράση, τόσο της Λίγκας, όσο και της χώρας των Η.Π.Α. γενικότερα, “this is an open market league”. Κατά πόσο, όμως, αυτό ισχύει αλήθεια;
Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά. Τι είναι “open market”, μια “ανοιχτή αγορά”; Ως τέτοια μια οικονομία ορίζεται όταν λειτουργεί χωρίς περιορισμούς στη δραστηριότητά της, δηλαδή χωρίς δασμούς, φόρους, απαιτήσεις αδειοδοτήσεων, ειδικά πλεονεκτήματα συγκεκριμένων χρηστών, συνδικαλιστικούς φορείς, αλλά και κάθε άλλο θεσμικό περιορισμό που εμποδίζει την ελεύθερη, απρόσκοπτη, αυτόνομη λειτουργεία της “αγοράς”. Στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει. Μπορεί να υπάρχουν εμπόδια ανταγωνισμού στη συμμετοχή κάποιου σε μια ελεύθερη αγορά, αλλά δεν μπορούν να υπάρχουν θεσμικά εμπόδια στη συμμετοχή του1)Ο ανωτέρω ορισμός αποτελεί απόδοση αυτού της Investopedia..
Και με αυτόν τον ορισμό της “ελεύθερης αγοράς”, κατά πόσο το ΝΒΑ είναι μια “open market” Λίγκα; Μήπως, ακριβώς αντίθετα, φέρει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάθε μοντέλο “ελεύθερης αγοράς” αντιτίθεται; Μήπως είναι πιο κοντά στα πρότυπα μιας “centrally planned economy”;
Ας δούμε αρχικά κάπως αναλυτικότερα τα χαρακτηριστικά της Λίγκας πριν βάλουμε “ταμπέλες”.
Βασικές Λειτουργείες της Λίγκας
Κεντρικά Καθορισμένος Αριθμός Ανταγωνιστών
Από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας “ελεύθερης αγοράς” είναι η απουσία οποιουδήποτε θεσμικού περιορισμού στις εταιρείες που μπορούν να ανταγωνίζονται στον κλάδο. Ακριβώς αντίθετα, το ΝΒΑ είναι μια αυστηρά κλειστή Λίγκα. Ο αριθμός των “ανταγωνιστών” είναι κεντρικά προσδιορισμένος και μπορεί να διαφοροποιηθεί αποκλειστικά από την κεντρική διαχείριση.
Μάλιστα, για να εισέλθει κάποιος ανταγωνιστής στη Λίγκα, πρέπει να πληρώσει τους ήδη υπάρχοντες ιδιοκτήτες ομάδων. Συγκεκριμένα, κάθε ομάδα που προστίθεται στη Λίγκα μοιράζει την τιμή εισόδου στις ομάδες που συμμετέχουν ήδη, σαν προκαταβολική αποζημίωση για το μερίδιο των εσόδων που θα λαμβάνει εφ εξής σε βάρος τους. Μα και πέρα από το οικονομικό σκέλος, η κάθε καινούρια ομάδα για να πρωτοσχηματιστεί διαλέγει παίχτες από τα rosters των υπόλοιπων ομάδων2)Ορίζεται ένας αριθμός keepers για κάθε ομάδα, συνηθέστερα οχτώ, και από τους υπόλοιπους παίχτες η καινούρια ομάδα διαλέγει με ποιους θα στήσει αρχικά το roster της..
Μάλιστα, το ακόμα εντυπωσιακότερο σε σχέση με τις “ελεύθερες αγορές”, είναι πως στο ΝΒΑ δεν μπορούν να γίνουν επιθετικές εξαγορές, συγχωνεύσεις, πολλω δε μάλλον να κλείσει ένα franchise λόγω κακής διαχείρισης ή σωρευμένων οικονομικών ζημιών. Αν μια ομάδα είναι -από αντικειμενικές συνθήκες και όχι ίδια λάθη- ζημιογόνα, η Λίγκα θα την μεταφέρει σε άλλη πόλη, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή των Hornets, θα αναλάβει η ίδια τη διοίκηση της ομάδας για κάποιο διάστημα.
Κεντρική Διαχείριση Οικονομικών
Σε καμία αγορά δεν έχουν όλες οι συμμετέχουσες εταιρείες/όλοι οι συμμετέχοντες οργανισμοί ούτε το ίδιο μέγεθος, ούτε δραστηριοποιούνται στο ίδιο οικονομικό περιβάλλον. Αντίστοιχη είναι και η κατάσταση στο ΝΒΑ: η Νέα Υόρκη, το Los Angeles, το Chicago είναι πολύ μεγαλύτερες πόλεις, έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό, μεγαλύτερη τοπική αγορά, κοντολογίς διαθέτουν μία σειρά από συγκριτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε σχέση με, για παράδειγμα, την Utah και την Oklahoma. Σε οποιαδήποτε “ελεύθερη αγορά”, ο κατέχων οποιοδήποτε συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το εκμεταλλεύεται για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του σε βάρος των ανταγωνιστών του.
Το ακριβώς αντίθετο είναι που συμβαίνει στο ΝΒΑ. Συγκεκριμένα, το σύνολο των εσόδων που έχει η Λίγκα (τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγίες) συνυπολογίζονται στο Basketball Related Income (BRI). Επιπρόσθετα, όμως, στο BRI υπολογίζεται και το 50% των εσόδων που βγάζει η κάθε ομάδα από τις τοπικές αγορές και τις ίδιες χορηγίες που η καθεμία υπογράφει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ομάδες με βάση μεγαλύτερες αγορές να συνεισφέρουν περισσότερο στο BRI σε σχέση με τις ομάδες από μικρότερες αγορές, περιορίζοντας στην πράξη σημαντικά το ανταγωνιστικό -οικονομικό- πλεονεκτήματα που κάποιες ομάδες διαθέτουν3)Αναλυτικά η λίστα με τα έσοδα που συμπεριλαμβάνονται στο BRI εδώ.. Το συνολικά διαμορφωμένο BRI, αφού ελεγχθεί από Ορκωτούς Ελεγκτές, μοιράζεται ισόποσα και ισομερώς στις ομάδες, από το οποίο βγαίνει το salary cap, το όποιο είναι ίδιο και για τις 30 ομάδες και καθορίζει το όριο που η κάθε ομάδα θα έχει στη διάθεσή της για συμβόλαια παιχτών κάθε σεζόν. Το όλο σύστημα λέγεται όπως -εύλογα φαντάζεστε- “revenue sharing” και δεν είναι σύνηθες (για την ακρίβεια δεν συναντάται ποτέ) σε συνθήκες “ελεύθερου ανταγωνισμού”4)Να σημειωθεί, για λόγους ακρίβειας, πως για να συμμετέχει μία ομάδα μικρής αγοράς στο revenue sharing που γίνεται πρέπει να έχει παράξει έσοδα τουλάχιστον ίσα με το 70% του μέσου όρου της Λίγκας..
Salary Cap και Salary Floor
Και καθώς ήδη το αναφέραμε, το salary cap αποτελεί έναν οριζόντιο περιορισμό για κάθε ομάδα της Λίγκας, επιτρέποντας συγκεκριμένο όριο ποσού που κάθε ομάδα έχει στη διάθεσή της για συμβόλαια, ανεξαρτήτως των χρημάτων που ο ιδιοκτήτης της διαθέτει (και ενδιαφέρεται να ξοδέψει). Και τούτο είναι σε πλήρη αντίθεση, για παράδειγμα, με το πως διαμορφώνεται ο ανταγωνισμός στο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη, όπου όσο πλουσιότερη η ομάδα, τόσα περισσότερα μπορεί να ξοδέψει για μεταγραφές και συμβόλαια παιχτών. Αυτό συμβαίνει καθώς η βασική έννοια του Financial Fair Play (FFP) της UEFA βασίζεται στον ισοσκελισμό εσόδων-εξόδων. Μα κάτι τέτοιο, ενώ βοηθά τη βιωσιμότητα των ομάδων, δεν βοηθά την ισότητα ή τον ανταγωνισμό αυτών. Καθώς όσο πλουσιότερη είναι μία ομάδα, όπως είναι η Real, η Barcelona, οι Big-6 της Αγγλίας, τόσο περισσότερα μπορούν να ξοδέψουν, δυσχεραίνοντας κάθε ενδεχόμενο ανταγωνιστή να φτάσει στο επίπεδό τους. Και ενώ και το FFP αποτελεί έναν θεσμικό περιορισμό στο φιλελεύθερο “laissez faire, laissez passer”, επουδενί δεν είναι τόσο περιοριστικό όσο η ύπαρξη του salary cap, ισόποσου για κάθε ομάδα του NBA. Συγκεκριμένα, στο NBA κάθε ομάδα, ανεξαρτήτως των εσόδων της, των κερδών της και της αξίας αποτίμησής της, έχει ακριβώς το ίδιο ποσό για να διαθέσει για συμβόλαια παιχτών με κάθε άλλη. Επιπλέον, δεν επιτρέπεται η “αγορά” συμβολαίων, αλλά, αντίθετα, μόνο η ανταλλαγή αυτών, επίσης με πολύ στενό και περιοριστικό πλαίσιο5)Συγκεκριμένα, “για να πάρει” η ομάδα έναν παίχτη πρέπει είτε να το χωράει στο salary cap της, είτε να πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίστηκαν από την τελευταία CBA..
Ενδιαφέρον, επίσης, στοιχείο που ξεφεύγει κατά πολύ από τα πλαίσια της “ελεύθερης αγοράς” είναι το “salary floor”, το ελάχιστο ποσό που κάθε ομάδα οφείλει κάθε χρόνο να διαθέσει στους παίχτες-εργαζόμενους της σε συμβόλαια. Αν δεν δώσει σε συμβόλαια πάνω από το ορισμένο ως κατώτερο ποσό, η διαφορά μοιράζεται στους παίχτες του roster της ομάδας της σεζόν που ολοκληρώθηκε. Σε απλά λόγια, όσες ομάδες δεν έδωσαν σε παίχτες τα ελάχιστα συμφωνηθέντα, θα τους μοιράσουν τη διαφορά που δεν έδωσαν6)Όπως έγινε και στο τέλος της σεζόν 2017-18.. Όχι ιδιαίτερα “open market” κι αυτό.
Max (αλλά και Minimum) Contracts
Μα πέρα από την ύπαρξη “τόσο ταβανιού”, όσο και “πατώματος” στο τι οι ομάδες επιτρέπεται να ξοδέψουν χωρίς να πληρώσουν πέναλτι για αυτό, υπάρχει ένας πρόσθετος “θεσμικός περιορισμός”, αυτός των maximum συμβολαίων. O περιορισμός του μέγιστου (αλλά και του ελάχιστου) που κάθε παίχτης μπορεί να πληρωθεί είναι δεδομένα στρεβλωτικός, τόσο ως προς την αξία, όσο και την απόδοση των παιχτών. Εν προκειμένω, είναι στρεβλωτικός ο ρόλος των max contracts ως προς κάθε έννοια της “ελεύθερης αγοράς”, περιορίζοντας τους καλύτερους παίχτες της Λίγκας από το να πληρωθούν ανάλογα με την (υπερ)αξία που παράγουν. Ένα απλό παράδειγμα για να γίνει αυτό κατανοητό είναι πως η μέση αναλογία των απολαβών των CEOs (Γενικών Διευθυντών) των επιχειρήσεων ως προς τον μέσο μισθό των εργατών/εργαζομένων για το έτος 2016 ανερχόταν σε 217 προς 1. Αντίθετα, η ύπαρξη των περιορισμών των μέγιστων και ελάχιστων συμβολαίων στο NBA, αμβλύνει σημαντικά τη διαφορά ανάμεσα στους πιο καλοπληρωμένους-αστέρες και τους λιγότερο καλοπληρωμένους-ρολίστες κάπου ανάμεσα από το 12 προς 1 με το 16 προς 17)Το μέγιστο συμβόλαιο που μπορεί να λάβει παίχτης για τη σεζόν 2018-19 είναι $25,47 και απαιτείται να είναι τουλάχιστον τρία χρόνια στη Λίγκα για να λάβει max αν έχει έρθει από το draft, με το ελάχιστο συμβόλαιο για τρία χρόνια παρουσία να είναι $1,57 εκατ., ενώ για παίχτη με 10 και άνω χρόνια στη Λίγκα το max συμβόλαιο ανέρχεται σε $35,65 εκατ. την ώρα που το ελάχιστο ανέρχεται σε $2,94 εκατ., για παίχτη με αντίστοιχα έτη εμπειρίας. Τα ποσά αυτά να είναι κυμαινόμενα ανάλογα με τα έτη παρουσίας κάθε παίχτη στη Λίγκα. με τη σύγκριση να γίνεται για παίχτες με ίδια χρόνια παρουσίας στη Λίγκα.
Tax Payers και Tax Repeaters
Και ενώ το NBA δεν έχει “hard cap”, αλλά soft, επιτρέποντας στις ομάδες να περάσουν (υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις) το όριο του salary που ετησίως τίθεται, έχει θέσει τόσο κίνητρα, όσο και ανταποδοτικότητα, για τις ομάδες που μένουν εντός των καθορισμένων ορίων. Συγκεκριμένα, οι ομάδες που ξεπερνάνε το όριο του tax πληρώνουν έναν προοδευτικό φόρο, αυξανόμενος για κάθε οριοθετημένο επίπεδο που ξεπερνιέται, ενώ υπάρχει και διαφορετικός συντελεστής -μεγαλύτερης επιβάρυνσης- για τις ομάδες που ξεπερνάνε επαναλαμβανόμενα το όριο (tax repeaters), όπως ακριβώς παρουσιάζεται στον κάτωθι πίνακα8)Ο πίνακας από παλαιότερο άρθρο της στήλης MoneyBall του Ball Hog.:
Το ποσό που εισπράττεται από τους φόρους κατά το 50% πηγαίνει, είτε στη Λίγκα, είτε στο BRI9)Η Λίγκα το αποφασίζει, αλλά συνήθως επιλέγει να το επιστρέψει στο BRI. και το υπόλοιπο 50% μοιράζεται στις ομάδες που ήταν κάτω από το tax10)To πως μοιράστηκε το 2018 σε αυτό το άρθρο..
Draft και Lottery
Ένας δε, από τους κανόνες που “στρεβλώνουν” κάθε έννοια ελεύθερης αγοράς είναι το draft. Με την φιλελεύθερη προσέγγιση να ορίζει πως αν κάποιος πρέπει να πριμοδοτείται, αυτός πρέπει να είναι ο καλύτερος, “ο άριστος”, η προσέγγιση του NBA είναι ακριβώς η αντίθετη: πριμοδοτείται με τη δυνατότητα να διαλέξει πρώτος11)Όχι απαραίτητα τον καλύτερο παίχτη. ο χειρότερος12)Από τη σεζόν 2018-19 το σύστημα αλλάζει κάπως, ως αποτέλεσμα της επί Hinkie προσέγγισης των Sixers, που έδειξε τα όριά του συστήματος και μάλιστα τα γρατζούνισε αρκετά.. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, βέβαια, όσο στρεβλωτική κι αν θεωρείται από τις φιλελεύθερες σχολές σκέψης, είναι απόλυτα λογική για την ενίσχυση του όποιου ανταγωνισμού. Αν κάποιος επιθυμεί ανταγωνιστικές ομάδες στο NBA (ή υψηλού επιπέδου όλα τα Πανεπιστήμια στη χώρα του), αυτά που πρέπει να ενισχύσει είναι τα χαμηλής απόδοσης, ώστε να βελτιωθούν, κι όχι τα υψηλής απόδοσης για να ανοίξει περαιτέρω η όποια μεταξύ τους ψαλίδα.
Σωματείο και Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Τέλος, ο πλέον στρεβλωτικός παράγοντας μιας ελεύθερης και απρόσκοπτης αγοράς είναι η ύπαρξη συλλογικοτήτων και σωματείων που παρεμβαίνουν και διαχέουν δικαιώματα σε σύνολα, μη επιτρέποντας στο κάθε άτομο να διαπραγματευτεί και να ανταμειφθεί ατομικά, βάσει αποκλειστικά της απόδοσης και διαπραγματευτικής ικανότητας του ίδιου και μόνο. Στο NBA, λοιπόν, οι όποιες αποφάσεις αφορούν τους εργαζόμενους, “τους παίχτες”, λαμβάνονται ως προς το γενικό πλαίσιό τους από διαπραγματεύσεις μεταξύ του Σωματείου των Παιχτών (NBPA) και των επικεφαλής της Λίγκας, όπως αυτοί έχουν οριστεί από το NBA Board of Governors, την αντίστοιχη συλλογικότητα των ιδιοκτητών των ομάδων.
Η Μεγάλη Εικόνα και το “Συλλογικό Καλό”
“Πριμοδότηση των ομάδων με χειρότερη απόδοση”, “περιορισμός και φορολόγηση -και δη δυσβάστακτη- όσων έχουν διάθεση να ξοδέψουν/επενδύσουν παραπάνω”, “εξισορροπητική αναδιανομή των εσόδων”. “Δηλαδή το NBA, όχι μόνο δεν λειτουργεί με τους κανόνες της “ελεύθερης αγοράς”, αλλά είναι ένας “κεκαλυμμένος σοσιαλιστικός παράδεισος” θες να μας πεις;”
Όχι. Το NBA, όπως κάθε “αγορά” που σκοπό έχει τη μεγιστοποίηση του κέρδους, την “επικράτηση του ενός”, είναι ένας ανταγωνιστικός στο εσωτερικό του οργανισμός. Είναι 30 ομάδες που ανταγωνίζονται για την ανάδειξη του καλύτερου αγωνιστικά, αλλά και παράλληλα για τη μεγιστοποίηση της αξίας των εταιρειών που είναι οι ομάδες. Και προφανώς έχει στη λειτουργία της σαν Λίγκα στοιχεία ακραία αγοραία και χρηματιστηριακά. Όμως το NBA, σε αντίθεση με την πλειοψηφία άλλων sports, άλλων κλάδων, αλλά και των ίδιων των κοινωνιών συνολικότερα, έχει καταλάβει πως αυτή η εγγενής ροπή προς το ολιγοπώλιο αρχικά (Champions League για παράδειγμα) και στο μονοπώλιο στη συνέχεια (La Liga, Serie A, μα κυριότερα Bundesliga) δεν μπορεί να είναι ωφέλιμη ούτε για τη Λίγκα (στην περίπτωση των sports), ούτε για καμία κοινωνία συνολικότερα13)Το γνωστό παράδειγμα των 10 πολυεθνικών που ελέγχουν τα πάντα. μακροπρόθεσμα.
Και τούτο ακριβώς επειδή με μια σειρά από παρεμβάσεις, και, ιδίως, μέσω των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους παίχτες, πλέον είναι πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε ομάδα να έχει έναν κύκλο επιτυχιών μεγαλύτερο των πέντε χρόνων. Η μέχρι πέντε χρόνια διάρκεια των συμβολαίων, το salary cap, το luxury tax που είναι οικονομικά δυσβάσταχτο για τους repeaters. Μα, και από την άλλη, η δύναμη που οι παίχτες πλέον έχουν αποκτήσει, ιδίως μέσα από τις ενέργειες του “Προμηθέα” στο συγκεκριμένο επίπεδο LeBron, δεν επιτρέπουν σε καμία ομάδα να διατηρήσει την κυριαρχία της για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει δυσβάστακτο οικονομικό κόστος σε φόρους. Φόρους που θα μοιράζονται οι υπόλοιπες ομάδες.
Ακόμα και η τρέχουσα ομάδα των Warriors από το καλοκαίρι του 2019, για να διατηρήσει τον κορμό της (και σε αυτόν δεν υπολογίζεται ο Cousins) θα πρέπει να πληρώσει $100 εκατ. σε luxury tax, ενώ για να τον διατηρήσει και μετά το καλοκαίρι του 2020 αυτό το νούμερο μπορεί να ξεπεράσει τα $250 εκατ. ετησίως. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως οι Warriors με τον Kevin Durant αποτελούν από μόνοι τους ένα “λάθος του συστήματος και της δομής” του ΝΒΑ. Ένα λάθος που προέκυψε από την άρνηση του Σωματείου των Παιχτών να δεχτούν το cap smoothing, την ομαλή αύξηση του salary cap, σε βάθος χρόνων, αλλά, αντίθετα, επέλεξαν όλη η αύξηση να πέσει στην offseason του 2016, αύξηση που οδήγησε στο cap spike και ακριβώς στη δυνατότητα των Warriors να “απορροφήσουν” το συμβόλαιο του Durant. Με το αστείο της υπόθεσης να είναι πως ακριβώς αυτή την απόφαση του Σωματείου που ηγείται υπερασπιζόταν η Roberts στο podcast του J.J. Redick, λέγοντας πως το NBA αποτελεί “open market”. Και είναι αστείο ακριβώς επειδή τη μοναδική φορά που -από λάθος απόφαση- η αγορά του NBA λειτούργησε ως “open market”, είχαμε την στρέβλωση, την αλλοίωση, του εξισορροπημένου ανταγωνισμού και τη δημιουργία μιας Δυναστείας, της τρέχουσας των Warriors. Σε πλήρη αντίθεση, με άλλα λόγια, από τη γενικότερη δομή και λειτουργία της Λίγκας, της εξισορρόπησης μεταξύ των ανταγωνιστών και της συστημικής προσπάθειας για “μοίρασμα της πίτας”, οικονομικής και αγωνιστικής, η ομάδα NBA με το καλύτερο ρεκόρ πενταετίας όλων των εποχών, είναι αποτέλεσμα λάθους, και συγκεκριμένα του λάθους του ότι πρυτάνευσε η λογική της “ελεύθερης αγοράς” για μία και μοναδική φορά μετά από χρόνια στο NBA.
Το εντυπωσιακότερο της όλης εδώ προσέγγισης, ωστόσο, είναι το γεγονός πως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα αυτού του κεντρικά σχεδιασμένου μοντέλου που είναι το NBA. Και τούτο καθώς η Λίγκα πηγαίνει εξαιρετικά. Τόσο από άποψη τηλεθέασης, όσο και δυναμικής, έχει ήδη ξεπεράσει στην αμερικάνικη αγορά το -παρακμάζον- baseball και δείχνει την τάση, τόσο από άποψη τηλεθέασης, όσο και από άποψη εσόδων και χορηγών, να κλείσει την ψαλίδα με το προπορεύον -με σημαντική διαφορά- NFL, καταγράφοντας πολύ πιο έντονα ανοδικές τάσεις σε αυτούς τους τομείς από κάθε άλλη επαγγελματική λίγκα των Η.Π.Α., του NFL συμπεριλαμβανομένου14)Τα στοιχεία της παραγράφου από άρθρο του Fortune, έκδοσης Μαΐου 2018.. Εκεί δε που η διαφορά του NBA σε σχέση με το NFL είναι εντυπωσιακότερη, είναι στους τομείς των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ελευθερίας έκφρασης των παιχτών, μα και στην αντιμετώπιση θεμάτων ψυχικής υγείας. Κοντολογίς, το ΝΒΑ αποπνέει δυναμική, υγεία και εξαιρετική προοπτική βάσει κάθε μετρήσιμου και μη κριτηρίου.
(Καθ’ υπερβολή:) “Ο Σοσιαλισμός μέσω των Data Anaytics;”
Και στην προσέγγιση που κάνουμε χρησιμοποιούμε το NBA σαν ενός είδους πειραματικού σωλήνα, που περιορίζουμε μία σειρά από δευτερεύουσες λειτουργίες και παράγοντες, όπως εν προκειμένω οι κάθε λογής λοιποί εργαζόμενοι πλην των παιχτών, και αναδεικνύουμε -απομονώνοντας τες- τις σχέσεις μεταξύ των δύο κύριων αντισυμβαλλόμενων: των πρωταγωνιστών του διαχρονικού δίπολου εργοδότη/εργαζόμενου, που στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει τη μορφή ιδιοκτήτες/παίχτες. Και βλέπουμε πως ο ίδιος ο οργανισμός, όπως αποφασίζει μέσα από τη Διοίκησή του και τον Adam Silver (αμφότεροι εκλεγμένοι από τους ιδιοκτήτες και το Board of Governors), έχει καταλήξει σε μία σειρά από συμβάσεις και κανονισμούς που οι κοινωνίες αδυνατούν τόσα χρόνια να κατανοήσουν, ή έστω να υλοποιήσουν: πως η ροπή του αχαλίνωτου ανταγωνισμού, της “ελεύθερης αγοράς”, είναι στο μονοπώλιο (στο παράδειγμά μας τους Warriors), την επικράτηση του ενός σε βάρους όλων των υπολοίπων, ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τα καρτέλ, την εκμετάλλευση του συνόλου με αθέμιτους όρους από ελάχιστους (όπως οι δέκα κολοσσοί διανομής τροφίμων παγκοσμίως). Σε πλήρη αντίθεση με τα κεντρικά διαχειριζόμενα οικονομικοκοινωνικά μοντέλα (centrally planned economies) που σκοπό έχουν τη διάχυση του παραγόμενου προϊόντος δικαιότερα ανάμεσα στα μέλη των οικονομιών/κοινωνιών τους.
“Ναι, μα αυτά προσπάθησαν να εφαρμοστούν και απέτυχαν παταγωδώς” είναι ο εύλογος αντίλογος. Ναι, προφανώς, σκοπός του άρθρου δεν είναι να ξαναγράψει κατά το δοκούν την Ιστορία των Κοινωνιών. Ωστόσο, υπάρχει ένας βασικός παράγοντας που ενδεχομένως να μπορεί να διαφοροποιήσει την τύχη των κεντρικά διαχειριζόμενων οικονομιών σήμερα, ο ίδιος παράγοντας που καθιστά το μοντέλο του NBA τόσο αποτελεσματικό. Και αυτός ο παράγοντας δεν είναι άλλος, από κάτι ευρέως γνωστό και διαδεδομένο σε όλους εμάς που ασχολούμαστε με κάθε πτυχή του NBA: τα Data Analytics.
Συγκεκριμένα, κάνοντας πια την προέκταση από το μοντέλο του παραδείγματός μας, το NBA, στις κοινωνίες, με άρθρο τους του Σεπτέμβρη του 2017 με τίτλο “The Big Data revolution can revive the planned economy” οι Financial Times αναδείκνυαν ακριβώς αυτή τη δυνατότητα και τη δυναμική των data analytics, γράφοντας χαρακτηριστικά πως μπορούν να αποτελέσουν το κλειδί για την -επιτυχημένη αυτή τη φορά- επαναφορά των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών, λόγω αρχικά της διάχυσης της γνώσης, που θα επιτρέψει την ορθότερη και ορθολογικότερη οργάνωση των οικονομιών και των κοινωνιών. Τα Big Data, που η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει να καταγράφονται, να γίνονται επεξεργάσιμα, να ποσοτικοποιούνται, αλλά κυρίως να αναλύονται ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, δίνουν τη δυνατότητα να αποφευχθούν οι όποιες στρεβλώσεις και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις υπήρξαν στις προηγούμενες εμφανίσεις των κεντρικά διαχειριζόμενων οικονομίων, εξηγεί το άρθρο.
Και αν και πάλι ο αντίλογος είναι “Μα το NBA είναι θέαμα. Αν δεν υπάρχει το ταλέντο μεθαύριο θα πέσει η απήχησή του, πως μπορεί να χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για κάτι τόσο μεγαλύτερο“, το αντεπιχείρημα και πάλι είναι πως λόγω της εξέλιξης των επιστημών, κάθε λογής τεχνολογίας και του τρόπου που αυτή έχει ενταχθεί στην εξέλιξη των παιχτών, στην εξέλιξη των βασικών χαρακτηριστικών τους και στη βελτίωση των αδυναμιών τους, έχουμε φτάσει στο επίπεδο να απολαμβάνουμε τόσο υψηλού επιπέδου θέαμα στο NBA, από τόσο προικισμένους και ταλαντούχους παίχτες. Και η καταγραφή, ανάλυση και επεξεργασία των αρχικών χαρακτηριστικών τους και η διαρκής βελτίωσή τους, σωματικά και αγωνιστικά, οφείλεται ακριβώς στην επεξεργασία κάθε δεδομένου γύρω από αυτούς, όπως αυτά καταγράφονται, ψηφιοποιούνται και αναλύονται με τη μορφή των data.
Και η προσέγγιση του NBA αναφορικά με τα data analytics ήταν και πάλι μη αγοραία: η όποια τεχνολογική εξέλιξη, δεν “πατεντοποιήθηκε” και κατοχυρώθηκε από μία ή δύο ομάδες, αλλά, αντίθετα, μοιράστηκε σε όλες, για να τις χρησιμοποιήσουν όλες για την εξέλιξη των παιχτών τους, κατανοώντας πως η πρόσθετη γνώση που τα data analytics θα επέφερε, μέσω από τη συνολική διανομή της στις ομάδες, θα καθιστούσε το σύνολο καλύτερο, ποιοτικότερο. Και το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής προφανώς και δικαίωσε τη Λίγκα.
Συνεπώς, ακριβώς ο τρόπος που θα επιλέξει μια κοινωνία να διαχειριστεί και να διανείμει την πληροφορία και τη γνώση που αυτή αυταξιακά φέρει -όπως αντίστοιχα συμβαίνει διαχρονικά και από τον τρόπο που επιλέγει να διανείμει το παραγόμενο προϊόν-, είναι που θα κρίνει τον τρόπο λειτουργίας της και το εύρος των ανισοτήτων μεταξύ των μελών της. Και το NBA, με τον τρόπο που επέλεξε να χειριστεί την πρόσθετη γνώση που οι καινούριες επεξεργαστικές δυνατότητες της τεχνολογίας κατέστησαν προσβάσιμες, δείχνει για τον γράφοντα και τον ορθό δρόμο για τις κοινωνίες συνολικότερα. Και για το NBA ο δρόμος αυτός ξεκάθαρα δεν ήταν μιας “open market” αγοράς.
Nicolas Radicopoulos
Latest posts by Nicolas Radicopoulos (see all)
- Farewell to Arms 2019: #2 Golden State Warriors - June 17, 2019
- Farewell to Arms 2019: #3 Milwaukee Bucks - June 16, 2019
- BallHog’s NBA Finals 2019 Walkaround Game #6: “Dynasty Down; All Hail the New King from the North” - June 14, 2019
- Farewell to Arms 2019: #12 San Antonio Spurs - June 10, 2019
- Farewell to Arms 2019: #21 Minnesota Timberwolves - June 2, 2019
↑1 | Ο ανωτέρω ορισμός αποτελεί απόδοση αυτού της Investopedia. |
---|---|
↑2 | Ορίζεται ένας αριθμός keepers για κάθε ομάδα, συνηθέστερα οχτώ, και από τους υπόλοιπους παίχτες η καινούρια ομάδα διαλέγει με ποιους θα στήσει αρχικά το roster της. |
↑3 | Αναλυτικά η λίστα με τα έσοδα που συμπεριλαμβάνονται στο BRI εδώ. |
↑4 | Να σημειωθεί, για λόγους ακρίβειας, πως για να συμμετέχει μία ομάδα μικρής αγοράς στο revenue sharing που γίνεται πρέπει να έχει παράξει έσοδα τουλάχιστον ίσα με το 70% του μέσου όρου της Λίγκας. |
↑5 | Συγκεκριμένα, “για να πάρει” η ομάδα έναν παίχτη πρέπει είτε να το χωράει στο salary cap της, είτε να πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίστηκαν από την τελευταία CBA. |
↑6 | Όπως έγινε και στο τέλος της σεζόν 2017-18. |
↑7 | Το μέγιστο συμβόλαιο που μπορεί να λάβει παίχτης για τη σεζόν 2018-19 είναι $25,47 και απαιτείται να είναι τουλάχιστον τρία χρόνια στη Λίγκα για να λάβει max αν έχει έρθει από το draft, με το ελάχιστο συμβόλαιο για τρία χρόνια παρουσία να είναι $1,57 εκατ., ενώ για παίχτη με 10 και άνω χρόνια στη Λίγκα το max συμβόλαιο ανέρχεται σε $35,65 εκατ. την ώρα που το ελάχιστο ανέρχεται σε $2,94 εκατ., για παίχτη με αντίστοιχα έτη εμπειρίας. Τα ποσά αυτά να είναι κυμαινόμενα ανάλογα με τα έτη παρουσίας κάθε παίχτη στη Λίγκα. |
↑8 | Ο πίνακας από παλαιότερο άρθρο της στήλης MoneyBall του Ball Hog. |
↑9 | Η Λίγκα το αποφασίζει, αλλά συνήθως επιλέγει να το επιστρέψει στο BRI. |
↑10 | To πως μοιράστηκε το 2018 σε αυτό το άρθρο. |
↑11 | Όχι απαραίτητα τον καλύτερο παίχτη. |
↑12 | Από τη σεζόν 2018-19 το σύστημα αλλάζει κάπως, ως αποτέλεσμα της επί Hinkie προσέγγισης των Sixers, που έδειξε τα όριά του συστήματος και μάλιστα τα γρατζούνισε αρκετά. |
↑13 | Το γνωστό παράδειγμα των 10 πολυεθνικών που ελέγχουν τα πάντα. |
↑14 | Τα στοιχεία της παραγράφου από άρθρο του Fortune, έκδοσης Μαΐου 2018. |